11-05-2016, 08:07 PM
(11-05-2016, 07:43 PM)odykal link Wrote: Σχετικά με τους broken men, [member=194]nirne[/member] θα συμφωνήσω μαζί σου ως προς την ταυτότητά τους. Να συμπληρώσω μόνο πως υπάρχει ένα ολόκληρο απόσπασμα από το 4ο βιβλίο που αναφέρεται σε αυτούς. Πρόκειται για μια ομιλία του Σέπτον Μέριμπαλντ στην Μπριέν και τον Πόντρικ, καθώς βρίσκονται στις Παραποταμίες Περιοχές βλέποντας αυτά που άφησε πίσω του ο πόλεμος. Παραθέτω το κομμάτι σε σπόιλερ για όποιον θελήσει να το διαβάσει, νομίζω πως είναι εξαιρετικό. [Το broken men στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ως "αποστάτες"]
Show ContentSpoilerQuote:«Σερ; Αρχόντισσά μου;» είπε ο Πόντρικ. «Οι αποστάτες είναι παράνομοι;»
«Πάνω κάτω» απάντησε η Μπριέν.
Ο Σέπτον Μέριμπαλντ διαφώνησε. «Περισσότερο κάτω παρά πάνω. Υπάρχουν πολλά είδη παρανόμων, όπως υπάρχουν και πολλά είδη πουλιών. Το τρυγόνι και ο αετός έχουν και τα δύο φτερά, αλλά δεν είναι ίδια. Οι τροβαδούροι έχουν πολλά τραγούδια για καλούς ανθρώπους που αναγκάζονται να βγουν εκτός νόμου για να πολεμήσουν κάποιον κακό άρχοντα, αλλά οι περισσότεροι παράνομοι είναι περισσότερο σαν αυτό το Κυνηγόσκυλο παρά σαν τον άρχοντα του κεραυνού. Είναι μοχθηροί άντρες, κυριευμένοι από απληστία, γεμάτοι φθόνο, που απεχθάνονται τους θεούς και νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους. Οι αποστάτες αξίζουν περισσότερο τον οίκτο μας, αν και μπορεί να είναι εξίσου επικίνδυνοι. Σχεδόν όλοι τους είναι ταπεινής καταγωγής ... απλοί άντρες που δεν είχαν πάει ούτε ένα μίλι μακριά από το χωριό τους προτού εμφανιστεί κάποιος άρχοντας και τους πάρει στον πόλεμο. Με κουρελιασμένα ρούχα και φαγωμένα παπούτσια, φεύγουν από το μέρος που γεννήθηκαν, περπατώντας κάτω από τα λάβαρά του - τις περισσότερες φορές με μοναδικό τους όπλο ένα δρεπάνι ή μια τσάπα ή μια ξυλόσφυρα που έφτιαξαν μόνοι τους δένοντας μια πέτρα σ' ένα κομμάτι ξύλο με κομμάτια από δέρμα. Αδέλφια με αδέλφια, πατέρες με γιους, φίλοι με φίλους, ξεκινάνε για τον πόλεμο. Έχουν ακούσει τις ιστορίες και τα τραγούδια, κι έτσι φεύγουν πρόθυμα, γεμάτοι όνειρα για τα θαύματα που θα δουν, για τα πλούτη και τη δόξα που θα κερδίσουν. Ο πόλεμος μοιάζει με μεγάλη περιπέτεια, η μεγαλύτερη που θα ζήσουν ποτέ ...
»Κι ύστερα παίρνουν μια πρώτη γεύση του πολέμου.
»Για κάποιους, αυτή η πρώτη γεύση είναι αρκετή να τους τσακίσει. Άλλοι συνεχίζουν για χρόνια, μέχρι που χάνουν πια το λογαριασμό των μαχών που έχουν δώσει, α.λλά ακόμα και ένας άντρας που έχει επιζήσει εκατό μαχών μπορεί να σπάσει στην εκατοστή πρώτη. Αδελφοί βλέπουν τους αδελφούς τους να πεθαίνουν, πατέρες χάνουν τους γιους τους, φί\οι βλέπουν τους φίλους τους να προσπαθούν να κρατήσουν τα σωθικά τους στη θέση τους ύστερα από μια τσεκουριά στην κοιλιά.
»Βλέπουν τον άρχοντα που τους οδήγησε εκεί να σκοτώνεται· βλέπουν κάποιον άλλο άρχοντα να φωνάζει ότι τώρα είναι δικοί του άντρες. Πληγώνονται στη μάχη και, πριν γιατρευτεί εντελώς η πληγή, πληγώνονται ξανά. Το φαγητό δεν είναι ποτέ αρκετό, τα παπούτσια τους λιώνουν από την πεζοπορία, τα ρούχα τους είναι ξεφτισμένες λουρίδες και οι περισσότεροι απ' αυτούς έχουν συνέχεια διάρροια από το μολυσμένο νερό.
»Αν θέλουν νέες μπότες ή έναν πιο ζεστό μανδύα, ή ίσως ένα σκουριασμένο ατσάλινο κράνος, πρέπει να τα πάρουν από τους νεκρούς, και πολύ σύντομα αρχίζουν να κλέβουν και τους ζωντανούς, τους ανθρώπους που ζουν στη γη του πολέμου, απλούς ανθρώπους, όπως ήταν κι εκείνοι κάποτε. Σφάζουν τα πρόβατά τους και κλέβουν τις κότες τους κι από κει είναι απλά ένα βήμα προτού αρχίσουν να κλέβουν και τις κόρες τους ... Και μια μέρα κοιτάζουν γύρω τους και συνειδητοποιούν ότι όλοι οι φίλοι και οι συγγενείς τους έχουν χαθεί, ότι πολεμούν δίπλα σε ξένους κάτω από ένα λάβαρο που δεν αναγνωρίζουν. Δεν ξέρουν πού βρίσκονται ή πώς να γυρίσουν σπίτι τους και ο άρχοντας για τον οποίο πολεμούν δεν ξέρει τα ονόματά τους, αλλά είναι πάντα εκεί, να τους φωνάζει να σχηματίσουν γραμμές, να υψώσουν τα δρεπάνια και τις τσάπες τους και τις ξυλόσφυρές τους, να κρατήσουν τις θέσεις τους. Και οι ιππότες εφορμούν, άντρες χωρίς πρόσωπο πίσω από τις πανοπλίες τους, και ο ατσάλινος ήχος της εφόρμησης μοιάζει με κεραυνό που γεμίζει τον κόσμο ολάκερο ...
»Και ο άντρας σπάει.
»Γυρίζει και τρέχει, ή ίσως φεύγει αργότερα, σερνάμενος πάνω στα πτώματα των σφαγιασμένων ή φεύγοντας κρυφά στη μέση της νύχτας, και βρίσκει κάπου να κρυφτεί. Κάθε σκέψη για το σπίτι του έχει χαθεί πια και οι βασιλιάδες και οι άρχοντες και οι θεοί δεν έχουν καμία αξία για εκείνον μπροστά σε ένα κομμάτι χαλασμένου κρέατος που θα του επιτρέψει να ζήσει άλλη μια μέρα ή μπροστά σε ένα φλασκί ξινισμένο κρασί που ίσως πνίξει τους φόβους του για μερικές ώρες. Ο αποστάτης ζει μέρα με την ημέρα, περισσότερο ζώο παρά άνθρωπος. Η Αρχόντισσα Μπριέν κάνει λάθος. Σε τέτοιους καιρούς, ο ταξιδιώτης πρέπει να έχει το νου του για αποστάτες και να τους φοβάται ... αλλά πρέπει και να τους λυπάται.»
Υπέροχη απόδοση. Respect.