Εδώ και αρκετό καιρό είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι θα συγκεντρώσω όλα τα αποσπάσματα των βιβλίων που αφορούν τον Ραίγκαρ και ξεκίνησα να το κάνω, αργά μα σταθερά. Ήταν μπόλικα είναι η αλήθεια, αν και εκ πρώτης δεν φαίνεται να γίνεται συχνή αναφορά στον πρίγκιπα. Τα βιβλία όμως είναι πέντε (+δύο) και μεγάλα και οι αναφορές χάνονται μέσα σ' όλα τα άλλα και μοιάζουν σπάνιες, αλλά δεν είναι και τόσο.
Τις συγκέντρωσα λοιπόν και τις χώρισα ανά χαρακτήρα ο οποίος αναφέρεται στον Πρίγκιπα του Ντράγκονστοουν και τις παραθέτω εδώ για όποιον ενδιαφέρεται να τις αντιγράψει και να τις έχει. Τα χωρία τα τοποθέτησα μέσα σε πλαίσια σπόιλερ για να μην πιάσει μεγάλο χώρο η ανάρτησή μου. Επίσης, δεσμεύομαι ότι θα προσθέσω και τις αναφορές στον Ραίγκαρ που υπάρχουν στο World αμέσως μόλις βρω το χρόνο.
Ντάνυ
Νεντ
Ρόμπερτ
Τζόρα
Μπάρρισταν
Συνεχίζεται στην επόμενη ανάρτηση...
Τις συγκέντρωσα λοιπόν και τις χώρισα ανά χαρακτήρα ο οποίος αναφέρεται στον Πρίγκιπα του Ντράγκονστοουν και τις παραθέτω εδώ για όποιον ενδιαφέρεται να τις αντιγράψει και να τις έχει. Τα χωρία τα τοποθέτησα μέσα σε πλαίσια σπόιλερ για να μην πιάσει μεγάλο χώρο η ανάρτησή μου. Επίσης, δεσμεύομαι ότι θα προσθέσω και τις αναφορές στον Ραίγκαρ που υπάρχουν στο World αμέσως μόλις βρω το χρόνο.
Ντάνυ
Show Content
SpoilerΕίχε ακούσει τόσες φορές αυτές τις ιστορίες από τον αδελφό της, που μερικές φορές μπορούσε να δει με τα μάτια της φαντασίας της όλα όσα είχαν συμβεί. Η φυγή στη μέση της νύχτας προς το Ντράγκονστοουν, ενώ το φεγγαρόφωτο χόρευε στα μαύρα πανιά του καραβιού. Ο αδελφός της ο Ραίγκαρ να μονομαχεί με το Σφετεριστή στα ματωμένα νερά της Τρίαινας και να πεθαίνει για χάρη της γυναίκας που αγαπούσε. (Παιχνίδι του Στέμματος)
«Ο αδελφός μου ο Ραίγκαρ ήταν τρομερός πολεμιστής, ήλιε και αστροσκέπαστε ουρανέ μου» του απάντησε. «Πέθανε πριν γεννηθώ. Ο Σερ Τζόρα λέει πως ήταν ο τελευταίος δράκοντας.» (Παιχνίδι του Στέμματος)
«Δε θέλω χρυσάφι ούτε άλογα. Τούτη είναι μαγεία του αίματος, αρχόντισσα. Μονάχα με θάνατο μπορείς να ξεπληρώσεις τη ζωή.»
«Με θάνατο;» Η Ντάνυ τύλιξε προστατευτικά τα χέρια γύρω της κι άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω. «Το δικό μου θάνατο;» Σκέφτηκε πως, αν χρειαζόταν να πεθάνει για χάρη του, θα το έκανε. Ήταν αίμα του δράκοντα, δε φοβόταν. Ο αδερφός της ο Ραίγκαρ είχε πεθάνει για τη γυναίκα που αγαπούσε.
«Όχι» την καθησύχασε η Μίρρι Μαζ Ντουρ. «Όχι με το δικό σου θάνατο, Καλήσι.» (Παιχνίδι του Στέμματος)
« ... δε θες να ξυπνήσεις το δράκοντα, έτσι δεν είναι;»
Το πρόσωπο του Σερ Τζόρα ήταν μια σκυθρωπή μάσκα. «Ο Ραίγκαρ ήταν ο τελευταίος δράκοντας» της είπε. Ζέστανε τα διάφανα χέρια του πάνω από ένα μαγκάλι όπου σιγόκαιγαν πέτρινα αυγά, κόκκινα σαν πυρωμένα κάρβουνα. Τη μια στιγμή ο ιππότης στεκόταν μπροστά της και την άλλη ξεθώριαζε, άχρωμη η σάρκα του, πιο άυλη κι από τον αέρα τον ίδιο. «Ο τελευταίος δράκοντας» ψιθύρισε με φωνή αδύναμη σαν σύννεφο καπνού και μετά χάθηκε. Ένιωσε πίσω της το σκοτάδι και η κόκκινη πόρτα της φάνηκε πιο μακρινή από ποτέ.
« ... δε θες να ξυπνήσεις το δράκοντα, έτσι δεν είναι;» (Παιχνίδι του Στέμματος)
Και είδε τον αδερφό της τον Ραίγκαρ καβάλα σε ένα άτι μαύρο σαν την πανοπλία του. Φωτιά άστραφτε κατακόκκινη πίσω από τις στενές σχισμές της προσωπίδας της περικεφαλαίας του. «Ο τελευταίος δράκοντας» ακούστηκε να ψιθυρίζει αχνά η φωνή του Σερ Τζόρα.
«Ο τελευταίος, ο τελευταίος.» Η Ντάνυ σήκωσε τη στιλβωμένη, μαύρη προσωπίδα ... κι αντίκρισε το δικό της πρόσωπο. (Παιχνίδι του Στέμματος)
Ο Σερ Τζόρα συνοφρυώθηκε. Η Ντάνυ δεν κατέθετε τα όπλα.
«Δικό του είναι το τραγούδι του πάγου και τη φωτιάς, είχε πει ο αδελφός μου. Είμαι σίγουρη πως ήταν ο αδελφός μου. Όχι ο Βισέρυς, ο Ραίγκαρ. Είχε μια άρπα με ασημένιες χορδές.»
Ο Σερ Τζόρα έγινε πιο κατηφής, μέχρι που τα φρύδια του ενώθηκαν.
«Ο πρίγκιπας Ραίγκαρ έπαιζε μια τέτοια άρπα» συμφώνησε. «Τον είδες;»
Του έγνεψε καταφατικά. «Υπήρχε μια γυναίκα σ' ένα κρεβάτι, μ' ένα μωρό στο στήθος. Ο αδελφός μου είπε ότι το μωρό ήταν ο πρίγκιπας της προφητείας, και της είπε να τον ονομάσει Αίγκον.»
«Ο Πρίγκιπας Αίγκον ήταν ο διάδοχος του Ραίγκαρ, από την Έλια του Ντορν» είπε ο Σερ Τζόρα. «Αν όμως ήταν ο πρίγκιπας της προφητείας, η προφητεία τσακίστηκε μαζί με το κρανίο του, όταν οι Λάννιστερ του έσπασαν το κεφάλι στον τοίχο.»
«Το θυμάμαι» είπε θλιμμένα η Ντάνυ. «Δολοφόνησαν και την κόρη του Ραίγκαρ, τη μικρή πριγκίπισσα. Ραίνυς την έλεγαν, σαν την αδελφή του Αίγκον. Έλεγε ότι ο δράκοντας έχει τρία κεφάλια. Τι είναι το τραγούδι του πάγου και της φωτιάς;»
«Δεν το ξέρω αυτό το τραγούδι.» (Σύγκρουση Βασιλέων)
Εκείνη τη νύχτα ονειρεύτηκε πως ήταν ο Ραίγκαρ και κάλπαζε στην Τρίαινα. Αλλά εκείνη ίππευε ένα δράκο, όχι άλογο. Όταν είδε το στρατό των επαναστατών του Σφετεριστή στην άλλη πλευρά του ποταμού, όλες οι πανοπλίες τους ήταν από πάγο, αλλά εκείνη τους έλουσε με δρακοφωτιά κι έλιωσαν όλοι σαν την πρωινή δροσιά στον ήλιο - και η Τρίαινα μετατράπηκε σε χείμαρρο. Ένα μέρος της ήξερε πως ονειρευόταν, αλλά ένα άλλο μέρος της ενθουσιάστηκε. Έτσι έπρεπε να γίνει. Το άλλο ήταν ένας εφιάλτης κι εγώ μόλις ξύπνησα. (Βιβλίο 3α – Θύελλα από Ατσάλι – Παγωμένες Λεπίδες)
Δίπλα δίπλα, η πομπή της βασίλισσας κι εκείνη του Χίζνταρ ζο Λόρακ διέσχισαν αργά το Μηρήν, μέχρι που τελικά ξεπρόβαλε μπροστά τους ο Ναός της Χάρης, με τους χρυσαφένιους θόλους του να αστράφτουν στον ήλιο. Πόσο όμορφος προσπάθησε να πει στον εαυτό της η βασίλισσα, αλλά μέσα της υπήρχε ένα μικρό ανόητο κορίτσι που δεν μπορούσε παρά να κοιτάξει για τον Νταάριο. Αν σε αγαπούσε, θα ερχόταν και θα σε απήγαγε υπό την απειλή σπαθιού, όπως ο Ραίγκαρ απήγαγε αυτό το κορίτσι από το Βορρά επέμενε το κορίτσι μέσα της, αλλά η βασίλισσα ήξερε ότι αυτό ήταν αφελές. Ακόμη κι αν ο λοχαγός της ήταν αρκετά χαζός για να το προσπαθήσει, τα Μπρούντζινα Θηρία θα τον έκαναν κομμάτια προτού κατάφερνε να φτάσει εκατό γιάρδες μακριά της. (Βιβλίο 5β - Ο Χορός των Δράκων – Το Σπαθί στο Σκοτάδι)
«Ο αδελφός μου ο Ραίγκαρ ήταν τρομερός πολεμιστής, ήλιε και αστροσκέπαστε ουρανέ μου» του απάντησε. «Πέθανε πριν γεννηθώ. Ο Σερ Τζόρα λέει πως ήταν ο τελευταίος δράκοντας.» (Παιχνίδι του Στέμματος)
«Δε θέλω χρυσάφι ούτε άλογα. Τούτη είναι μαγεία του αίματος, αρχόντισσα. Μονάχα με θάνατο μπορείς να ξεπληρώσεις τη ζωή.»
«Με θάνατο;» Η Ντάνυ τύλιξε προστατευτικά τα χέρια γύρω της κι άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω. «Το δικό μου θάνατο;» Σκέφτηκε πως, αν χρειαζόταν να πεθάνει για χάρη του, θα το έκανε. Ήταν αίμα του δράκοντα, δε φοβόταν. Ο αδερφός της ο Ραίγκαρ είχε πεθάνει για τη γυναίκα που αγαπούσε.
«Όχι» την καθησύχασε η Μίρρι Μαζ Ντουρ. «Όχι με το δικό σου θάνατο, Καλήσι.» (Παιχνίδι του Στέμματος)
« ... δε θες να ξυπνήσεις το δράκοντα, έτσι δεν είναι;»
Το πρόσωπο του Σερ Τζόρα ήταν μια σκυθρωπή μάσκα. «Ο Ραίγκαρ ήταν ο τελευταίος δράκοντας» της είπε. Ζέστανε τα διάφανα χέρια του πάνω από ένα μαγκάλι όπου σιγόκαιγαν πέτρινα αυγά, κόκκινα σαν πυρωμένα κάρβουνα. Τη μια στιγμή ο ιππότης στεκόταν μπροστά της και την άλλη ξεθώριαζε, άχρωμη η σάρκα του, πιο άυλη κι από τον αέρα τον ίδιο. «Ο τελευταίος δράκοντας» ψιθύρισε με φωνή αδύναμη σαν σύννεφο καπνού και μετά χάθηκε. Ένιωσε πίσω της το σκοτάδι και η κόκκινη πόρτα της φάνηκε πιο μακρινή από ποτέ.
« ... δε θες να ξυπνήσεις το δράκοντα, έτσι δεν είναι;» (Παιχνίδι του Στέμματος)
Και είδε τον αδερφό της τον Ραίγκαρ καβάλα σε ένα άτι μαύρο σαν την πανοπλία του. Φωτιά άστραφτε κατακόκκινη πίσω από τις στενές σχισμές της προσωπίδας της περικεφαλαίας του. «Ο τελευταίος δράκοντας» ακούστηκε να ψιθυρίζει αχνά η φωνή του Σερ Τζόρα.
«Ο τελευταίος, ο τελευταίος.» Η Ντάνυ σήκωσε τη στιλβωμένη, μαύρη προσωπίδα ... κι αντίκρισε το δικό της πρόσωπο. (Παιχνίδι του Στέμματος)
Ο Σερ Τζόρα συνοφρυώθηκε. Η Ντάνυ δεν κατέθετε τα όπλα.
«Δικό του είναι το τραγούδι του πάγου και τη φωτιάς, είχε πει ο αδελφός μου. Είμαι σίγουρη πως ήταν ο αδελφός μου. Όχι ο Βισέρυς, ο Ραίγκαρ. Είχε μια άρπα με ασημένιες χορδές.»
Ο Σερ Τζόρα έγινε πιο κατηφής, μέχρι που τα φρύδια του ενώθηκαν.
«Ο πρίγκιπας Ραίγκαρ έπαιζε μια τέτοια άρπα» συμφώνησε. «Τον είδες;»
Του έγνεψε καταφατικά. «Υπήρχε μια γυναίκα σ' ένα κρεβάτι, μ' ένα μωρό στο στήθος. Ο αδελφός μου είπε ότι το μωρό ήταν ο πρίγκιπας της προφητείας, και της είπε να τον ονομάσει Αίγκον.»
«Ο Πρίγκιπας Αίγκον ήταν ο διάδοχος του Ραίγκαρ, από την Έλια του Ντορν» είπε ο Σερ Τζόρα. «Αν όμως ήταν ο πρίγκιπας της προφητείας, η προφητεία τσακίστηκε μαζί με το κρανίο του, όταν οι Λάννιστερ του έσπασαν το κεφάλι στον τοίχο.»
«Το θυμάμαι» είπε θλιμμένα η Ντάνυ. «Δολοφόνησαν και την κόρη του Ραίγκαρ, τη μικρή πριγκίπισσα. Ραίνυς την έλεγαν, σαν την αδελφή του Αίγκον. Έλεγε ότι ο δράκοντας έχει τρία κεφάλια. Τι είναι το τραγούδι του πάγου και της φωτιάς;»
«Δεν το ξέρω αυτό το τραγούδι.» (Σύγκρουση Βασιλέων)
Εκείνη τη νύχτα ονειρεύτηκε πως ήταν ο Ραίγκαρ και κάλπαζε στην Τρίαινα. Αλλά εκείνη ίππευε ένα δράκο, όχι άλογο. Όταν είδε το στρατό των επαναστατών του Σφετεριστή στην άλλη πλευρά του ποταμού, όλες οι πανοπλίες τους ήταν από πάγο, αλλά εκείνη τους έλουσε με δρακοφωτιά κι έλιωσαν όλοι σαν την πρωινή δροσιά στον ήλιο - και η Τρίαινα μετατράπηκε σε χείμαρρο. Ένα μέρος της ήξερε πως ονειρευόταν, αλλά ένα άλλο μέρος της ενθουσιάστηκε. Έτσι έπρεπε να γίνει. Το άλλο ήταν ένας εφιάλτης κι εγώ μόλις ξύπνησα. (Βιβλίο 3α – Θύελλα από Ατσάλι – Παγωμένες Λεπίδες)
Δίπλα δίπλα, η πομπή της βασίλισσας κι εκείνη του Χίζνταρ ζο Λόρακ διέσχισαν αργά το Μηρήν, μέχρι που τελικά ξεπρόβαλε μπροστά τους ο Ναός της Χάρης, με τους χρυσαφένιους θόλους του να αστράφτουν στον ήλιο. Πόσο όμορφος προσπάθησε να πει στον εαυτό της η βασίλισσα, αλλά μέσα της υπήρχε ένα μικρό ανόητο κορίτσι που δεν μπορούσε παρά να κοιτάξει για τον Νταάριο. Αν σε αγαπούσε, θα ερχόταν και θα σε απήγαγε υπό την απειλή σπαθιού, όπως ο Ραίγκαρ απήγαγε αυτό το κορίτσι από το Βορρά επέμενε το κορίτσι μέσα της, αλλά η βασίλισσα ήξερε ότι αυτό ήταν αφελές. Ακόμη κι αν ο λοχαγός της ήταν αρκετά χαζός για να το προσπαθήσει, τα Μπρούντζινα Θηρία θα τον έκαναν κομμάτια προτού κατάφερνε να φτάσει εκατό γιάρδες μακριά της. (Βιβλίο 5β - Ο Χορός των Δράκων – Το Σπαθί στο Σκοτάδι)
Νεντ
Show Content
Spoiler«Ίσως να μην έχουμε στη διάθεσή μας ένα δεκαπενθήμερο. Ίσως να μην έχουμε καν μία μέρα. Ο βασιλιάς είπε πως, αν με ξαναδεί μπροστά του, θα μου πάρει το κεφάλι.» Ο Νεντ συνοφρυώθηκε. Δεν πίστευε στ' αλήθεια πως ο βασιλιάς θα του έκανε κακό, όχι, όχι ο Ρόμπερτ. Τώρα ήταν οργισμένος, όταν όμως δε θα έβλεπε για λίγο τον Νεντ, η οργή θα ξεθύμαινε, όπως πάντα.
Πάντα; Πάγωσε ξαφνικά, καθώς αναλογίστηκε τον Ραίγκαρ Ταργκάρυεν. Δεκαπέντε χρόνια νεκρός, κι ο Ρόμπερτ τον μισεί περισσότερο από ποτέ. Η σκέψη τον τάραξε ... (Παιχνίδι του Στέμματος)
Ο Μικροδάχτυλος τίναξε το κεφάλι του για να διώξει τις σταγόνες της βροχής και γέλασε. «Τώρα κατάλαβα. Ο Άρχοντας Άρρυν έμαθε πως η Μεγαλειότητά Του γκάστρωνε πόρνες και παραδουλεύτρες και γι' αυτό έπρεπε να του κλείσουν το στόμα. Δεν είναι δα και παράξενο. Αν τους αφήσεις κάτι τέτοιους να ζήσουν, δεν το έχουν σε τίποτα να γυρίσουν κάποια στιγμή και να σου πουν πως ο ήλιος βγαίνει απ' την ανατολή.»
Ο Νεντ Σταρκ δεν είχε τι να απαντήσει κι έμεινε σιωπηλός και σκυθρωπός. Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια του ήρθε στο μυαλό ο Ραίγκαρ Ταργκάρυεν. Αναρωτιόταν αν ο Ραίγκαρ σύχναζε σε πορνεία. Δεν το θεωρούσε διόλου πιθανό. (Παιχνίδι του Στέμματος)
Κι έτσι θα γινόταν αναγκαστικά, μιας και ο πατέρας του είχε θαφτεί στο νότο. Ο Μάρτυν Κασσέλ δεν ήταν ο μόνος που είχε ξεψυχήσει εκεί. Ο Νεντ είχε γκρεμίσει έπειτα τον πύργο και είχε χρησιμοποιήσει τις αιματοβαμμένες πέτρες για να υψώσει οκτώ τύμβους στην κορυφή του λόφου. Έλεγαν πως ο Ραίγκαρ είχε ονομάσει το μέρος εκείνο Πύργο της Χαράς. Για τον Νεντ όμως ήταν μια ανάμνηση πικρή. Επτά εναντίον τριών, αλλά είχαν φύγει ζωντανοί μονάχα οι δύο. Ο Ένταρντ Σταρκ κι ο ανθρωπάκος με το κράνογκ στη λίμνη, ο Χάουλαντ Ρηντ. Δεν ήταν καλός οιωνός που μετά από τόσα χρόνια είδε ξανά αυτό το όνειρο. (Παιχνίδι του Στέμματος)
Τώρα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά• δηλητήριο μες στο σκοτάδι, ένα μαχαίρι μπηγμένο στην καρδιά. Αυτό ποτέ δε θα μπορούσε να το συγχωρέσει, όπως δεν κατάφερε να συγχωρέσει και τον Ραίγκαρ. Θα τους σκοτώσει όλους, συλλογίστηκε ο Νεντ. (Παιχνίδι του Στέμματος)
Όταν όμως ξεκίνησε η κονταρομαχία, τα βλέμματα όλων στράφηκαν στον Ραίγκαρ Ταργκάρυεν. Ο διάδοχος του θρόνου φορούσε την πανοπλία με την οποία αργότερα θα πέθαινε: αστραφτερός μαύρος θώρακας με τον τρικέφαλο δράκο του οίκου του κεντημένο με ρουμπίνια στο στήθος. Όταν ο πρίγκιπας κάλπαζε, ένα λοφίο από πορφυρό μετάξι ανέμιζε πίσω του και καμιά λόγχη δε φαινόταν ικανή να τον αγγίξει. Γκρέμισε από το άλογό του τον Μπράντον, νίκησε τον Μπρούτζινο Γιον Ρόυς, ακόμη και τον ανυπέρβλητο Σερ Άρθουρ Ντέυν, το Σπαθί του Πρωινού.
Ο πρίγκιπας είχε νικήσει τον Σερ Μπάρρισταν στην τελευταία κονταρομαχία και είχε στεφτεί πρωταθλητής. Ο Ρόμπερτ χωράτευε με τον Τζον και το γερο-Άρχοντα Χάντερ όταν ο Ραίγκαρ ξεκίνησε το γύρο του θριάμβου. Ο Νεντ θυμήθηκε τη στιγμή, όταν όλα τα χαμόγελα πάγωσαν. Ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ Ταργκάρυεν σπιρούνισε το άλογό του, προσπέρασε τη σύζυγό του, την Ντορνιανή πριγκίπισσα Έλια Μαρτέλ, κι απόθεσε το στεφάνι της βασίλισσας της ομορφιάς στην ποδιά της Λυάννα. Το θυμόταν σαν να το έβλεπε μπροστά του: ένα στεφάνι με ρόδα του χειμώνα, γαλάζια σαν τον πάγο.
Ο Νεντ Σταρκ άπλωσε το χέρι του να πιάσει το λουλουδένιο στεφάνι, αλλά κάτω από τα ανοιχτογάλαζα πέταλα ήταν κρυμμένα τα αγκάθια. Αιχμηρά και άσπλαχνα, του έσκισαν το δέρμα και είδε το αίμα να σταλάζει αργά στα δάχτυλά του. Ξύπνησε τρέμοντας μες στο σκοτάδι.
Υποσχέσου μου, Νεντ, του ψιθύρισε η αδελφή του από το αιματοβαμμένο κρεβάτι της. Λάτρευε το άρωμα των ρόδων του χειμώνα.
«Θεοί, βοηθήστε με» είπε κλαίγοντας ο Νεντ. «Χάνω το μυαλό μου.» (Παιχνίδι του Στέμματος)
Πάντα; Πάγωσε ξαφνικά, καθώς αναλογίστηκε τον Ραίγκαρ Ταργκάρυεν. Δεκαπέντε χρόνια νεκρός, κι ο Ρόμπερτ τον μισεί περισσότερο από ποτέ. Η σκέψη τον τάραξε ... (Παιχνίδι του Στέμματος)
Ο Μικροδάχτυλος τίναξε το κεφάλι του για να διώξει τις σταγόνες της βροχής και γέλασε. «Τώρα κατάλαβα. Ο Άρχοντας Άρρυν έμαθε πως η Μεγαλειότητά Του γκάστρωνε πόρνες και παραδουλεύτρες και γι' αυτό έπρεπε να του κλείσουν το στόμα. Δεν είναι δα και παράξενο. Αν τους αφήσεις κάτι τέτοιους να ζήσουν, δεν το έχουν σε τίποτα να γυρίσουν κάποια στιγμή και να σου πουν πως ο ήλιος βγαίνει απ' την ανατολή.»
Ο Νεντ Σταρκ δεν είχε τι να απαντήσει κι έμεινε σιωπηλός και σκυθρωπός. Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια του ήρθε στο μυαλό ο Ραίγκαρ Ταργκάρυεν. Αναρωτιόταν αν ο Ραίγκαρ σύχναζε σε πορνεία. Δεν το θεωρούσε διόλου πιθανό. (Παιχνίδι του Στέμματος)
Κι έτσι θα γινόταν αναγκαστικά, μιας και ο πατέρας του είχε θαφτεί στο νότο. Ο Μάρτυν Κασσέλ δεν ήταν ο μόνος που είχε ξεψυχήσει εκεί. Ο Νεντ είχε γκρεμίσει έπειτα τον πύργο και είχε χρησιμοποιήσει τις αιματοβαμμένες πέτρες για να υψώσει οκτώ τύμβους στην κορυφή του λόφου. Έλεγαν πως ο Ραίγκαρ είχε ονομάσει το μέρος εκείνο Πύργο της Χαράς. Για τον Νεντ όμως ήταν μια ανάμνηση πικρή. Επτά εναντίον τριών, αλλά είχαν φύγει ζωντανοί μονάχα οι δύο. Ο Ένταρντ Σταρκ κι ο ανθρωπάκος με το κράνογκ στη λίμνη, ο Χάουλαντ Ρηντ. Δεν ήταν καλός οιωνός που μετά από τόσα χρόνια είδε ξανά αυτό το όνειρο. (Παιχνίδι του Στέμματος)
Τώρα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά• δηλητήριο μες στο σκοτάδι, ένα μαχαίρι μπηγμένο στην καρδιά. Αυτό ποτέ δε θα μπορούσε να το συγχωρέσει, όπως δεν κατάφερε να συγχωρέσει και τον Ραίγκαρ. Θα τους σκοτώσει όλους, συλλογίστηκε ο Νεντ. (Παιχνίδι του Στέμματος)
Όταν όμως ξεκίνησε η κονταρομαχία, τα βλέμματα όλων στράφηκαν στον Ραίγκαρ Ταργκάρυεν. Ο διάδοχος του θρόνου φορούσε την πανοπλία με την οποία αργότερα θα πέθαινε: αστραφτερός μαύρος θώρακας με τον τρικέφαλο δράκο του οίκου του κεντημένο με ρουμπίνια στο στήθος. Όταν ο πρίγκιπας κάλπαζε, ένα λοφίο από πορφυρό μετάξι ανέμιζε πίσω του και καμιά λόγχη δε φαινόταν ικανή να τον αγγίξει. Γκρέμισε από το άλογό του τον Μπράντον, νίκησε τον Μπρούτζινο Γιον Ρόυς, ακόμη και τον ανυπέρβλητο Σερ Άρθουρ Ντέυν, το Σπαθί του Πρωινού.
Ο πρίγκιπας είχε νικήσει τον Σερ Μπάρρισταν στην τελευταία κονταρομαχία και είχε στεφτεί πρωταθλητής. Ο Ρόμπερτ χωράτευε με τον Τζον και το γερο-Άρχοντα Χάντερ όταν ο Ραίγκαρ ξεκίνησε το γύρο του θριάμβου. Ο Νεντ θυμήθηκε τη στιγμή, όταν όλα τα χαμόγελα πάγωσαν. Ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ Ταργκάρυεν σπιρούνισε το άλογό του, προσπέρασε τη σύζυγό του, την Ντορνιανή πριγκίπισσα Έλια Μαρτέλ, κι απόθεσε το στεφάνι της βασίλισσας της ομορφιάς στην ποδιά της Λυάννα. Το θυμόταν σαν να το έβλεπε μπροστά του: ένα στεφάνι με ρόδα του χειμώνα, γαλάζια σαν τον πάγο.
Ο Νεντ Σταρκ άπλωσε το χέρι του να πιάσει το λουλουδένιο στεφάνι, αλλά κάτω από τα ανοιχτογάλαζα πέταλα ήταν κρυμμένα τα αγκάθια. Αιχμηρά και άσπλαχνα, του έσκισαν το δέρμα και είδε το αίμα να σταλάζει αργά στα δάχτυλά του. Ξύπνησε τρέμοντας μες στο σκοτάδι.
Υποσχέσου μου, Νεντ, του ψιθύρισε η αδελφή του από το αιματοβαμμένο κρεβάτι της. Λάτρευε το άρωμα των ρόδων του χειμώνα.
«Θεοί, βοηθήστε με» είπε κλαίγοντας ο Νεντ. «Χάνω το μυαλό μου.» (Παιχνίδι του Στέμματος)
Ρόμπερτ
Show Content
Spoiler«Της φέρνω λουλούδια όποτε μπορώ» είπε. «Η Λυάννα ... τα αγαπούσε τα λουλούδια.»
Ο βασιλιάς άγγιξε το μάγουλό της και τα δάχτυλά του χάιδεψαν απαλά την τραχιά πέτρα σαν να ήταν ζωντανή σάρκα. «Είχα ορκιστεί να σκοτώσω τον Ραίγκαρ γι' αυτό που της έκανε.»
«Τον σκότωσες» του θύμισε ο Νεντ.
«Μονάχα μία φορά όμως» είπε πικρόχολα ο Ρόμπερτ.
Οι δυο τους είχαν συναντηθεί στο διαβατό κομμάτι της Τρίαινας, ενώ γύρω τους λυσσομανούσε η μάχη. Ο Ρόμπερτ με το πολεμικό σφυρί και την τρομερή περικεφαλαία του και ο πρίγκιπας των Ταργκάρυεν αρματωμένος με τη μαύρη πανοπλία του. Στο θώρακά του, ο τρικέφαλος δράκος του οίκου του ήταν καμωμένος όλος με ρουμπίνια, που άστραφταν σαν τη φωτιά κάτω από το ηλιόφωτο. Τα νερά της Τρίαινας κυλούσαν κόκκινα γύρω από τις οπλές των αλόγων, καθώς οι δυο μονομάχοι κινούνταν κυκλικά και χτυπούσαν με μανία ο ένας τον άλλο ξανά και ξανά, μέχρι που τέλος το σφυρί του Ρόμπερτ έλιωσε το δράκο και το στέρνο που εκείνος στόλιζε. Όταν έφτασε τελικά στο σημείο ο Νεντ, ο Ραίγκαρ κειτόταν νεκρός στο ρέμα, ενώ άντρες και των δύο στρατών ανασκάλευαν το νερό ψάχνοντας τα ρουμπίνια που είχαν ξεκολλήσει από την πανοπλία του.
«Κάθε βράδυ ονειρεύομαι ότι τον σκοτώνω» είπε ο Ρόμπερτ. «Χίλιες φορές να πέθαινε, και πάλι, κι άλλες ακόμη θα του άξιζαν.»
Ο Νεντ δεν είχε τίποτε να αποκριθεί. Έπεσε σιωπή, και έπειτα είπε: «Πρέπει να γυρίσουμε, Μεγαλειότατε. Η σύζυγός σου περιμένει.» (Παιχνίδι του Στέμματος)
«Παρ' όλα αυτά» επέμεινε ο Νεντ «να σκοτώσεις ένα παιδί ... είναι άθλιο ... είναι άτιμο ... »
«Άτιμο;» μούγκρισε ο βασιλιάς. «Αυτό που έκανε ο Αίρυς στον αδελφό σου τον Μπράντον είναι άτιμο. Ο τρόπος που πέθανε ο άρχοντας πατέρας σου, αυτό είναι άτιμο. Κι ο Ραίγκαρ ... πόσες φορές νομίζεις πως τη βίασε την αδελφή σου; Πόσες εκατοντάδες φορές;» Φώναζε τόσο δυνατά, που το άλογό του άρχισε να χρεμετίζει ταραγμένο. Ο βασιλιάς τράβηξε άγρια τα γκέμια για να ησυχάσει το ζωντανό και έτεινε θυμωμένα το δάχτυλό του προς τον Νεντ. «Θα σκοτώσω όσους Ταργκάρυεν πέσουν στα χέρια μου, μέχρι να αφανιστούν μέχρι τον τελευταίο σαν τους δράκους τους, και τότε θα κατουρήσω στους τάφους τους.» (Παιχνίδι του Στέμματος)
«Η αγαπημένη μου σύζυγος. Η μητέρα των παιδιών μου.» Η οργή του τώρα είχε σβηστεί. Στα μάτια του ο Νεντ είδε τη λύπη και το φόβο. «Δεν έπρεπε να τη χτυπήσω. Δεν ήταν ... δεν ήταν πράξη βασιλική.» Στύλωσε το βλέμμα στα χέρια του κι έμοιαζε σαν να μην έβλεπε μπροστά του. «Ήμουν πάντοτε δυνατός ... κανείς δεν μπορούσε να με αντιμετωπίσει - κανείς. Πώς να τα βάλεις με κάποιον, αν δεν μπορείς να τον χτυπήσεις;» Ο βασιλιάς κούνησε συγχυσμένος το κεφάλι του. «Ο Ραίγκαρ ... ο Ραίγκαρ νίκησε, ανάθεμά τον. Τον σκότωσα, Νεντ. Βύθισα τη λόγχη μου στη μαύρη του πανοπλία και τρύπησα πέρα ως πέρα τη μαύρη του καρδιά. Στα πόδια μου ξεψύχησε. Οι τροβαδούροι τραγουδούν ακόμα γι' αυτή τη μονομαχία. Κι όμως, ο Ταργκάρυεν με νίκησε. Έχει τη Λυάννα τώρα κι εγώ κατέληξα ... μ' αυτήν.» Ο βασιλιάς στράγγιξε το κρασί του μονορούφι. (Παιχνίδι του Στέμματος)
Ο βασιλιάς άγγιξε το μάγουλό της και τα δάχτυλά του χάιδεψαν απαλά την τραχιά πέτρα σαν να ήταν ζωντανή σάρκα. «Είχα ορκιστεί να σκοτώσω τον Ραίγκαρ γι' αυτό που της έκανε.»
«Τον σκότωσες» του θύμισε ο Νεντ.
«Μονάχα μία φορά όμως» είπε πικρόχολα ο Ρόμπερτ.
Οι δυο τους είχαν συναντηθεί στο διαβατό κομμάτι της Τρίαινας, ενώ γύρω τους λυσσομανούσε η μάχη. Ο Ρόμπερτ με το πολεμικό σφυρί και την τρομερή περικεφαλαία του και ο πρίγκιπας των Ταργκάρυεν αρματωμένος με τη μαύρη πανοπλία του. Στο θώρακά του, ο τρικέφαλος δράκος του οίκου του ήταν καμωμένος όλος με ρουμπίνια, που άστραφταν σαν τη φωτιά κάτω από το ηλιόφωτο. Τα νερά της Τρίαινας κυλούσαν κόκκινα γύρω από τις οπλές των αλόγων, καθώς οι δυο μονομάχοι κινούνταν κυκλικά και χτυπούσαν με μανία ο ένας τον άλλο ξανά και ξανά, μέχρι που τέλος το σφυρί του Ρόμπερτ έλιωσε το δράκο και το στέρνο που εκείνος στόλιζε. Όταν έφτασε τελικά στο σημείο ο Νεντ, ο Ραίγκαρ κειτόταν νεκρός στο ρέμα, ενώ άντρες και των δύο στρατών ανασκάλευαν το νερό ψάχνοντας τα ρουμπίνια που είχαν ξεκολλήσει από την πανοπλία του.
«Κάθε βράδυ ονειρεύομαι ότι τον σκοτώνω» είπε ο Ρόμπερτ. «Χίλιες φορές να πέθαινε, και πάλι, κι άλλες ακόμη θα του άξιζαν.»
Ο Νεντ δεν είχε τίποτε να αποκριθεί. Έπεσε σιωπή, και έπειτα είπε: «Πρέπει να γυρίσουμε, Μεγαλειότατε. Η σύζυγός σου περιμένει.» (Παιχνίδι του Στέμματος)
«Παρ' όλα αυτά» επέμεινε ο Νεντ «να σκοτώσεις ένα παιδί ... είναι άθλιο ... είναι άτιμο ... »
«Άτιμο;» μούγκρισε ο βασιλιάς. «Αυτό που έκανε ο Αίρυς στον αδελφό σου τον Μπράντον είναι άτιμο. Ο τρόπος που πέθανε ο άρχοντας πατέρας σου, αυτό είναι άτιμο. Κι ο Ραίγκαρ ... πόσες φορές νομίζεις πως τη βίασε την αδελφή σου; Πόσες εκατοντάδες φορές;» Φώναζε τόσο δυνατά, που το άλογό του άρχισε να χρεμετίζει ταραγμένο. Ο βασιλιάς τράβηξε άγρια τα γκέμια για να ησυχάσει το ζωντανό και έτεινε θυμωμένα το δάχτυλό του προς τον Νεντ. «Θα σκοτώσω όσους Ταργκάρυεν πέσουν στα χέρια μου, μέχρι να αφανιστούν μέχρι τον τελευταίο σαν τους δράκους τους, και τότε θα κατουρήσω στους τάφους τους.» (Παιχνίδι του Στέμματος)
«Η αγαπημένη μου σύζυγος. Η μητέρα των παιδιών μου.» Η οργή του τώρα είχε σβηστεί. Στα μάτια του ο Νεντ είδε τη λύπη και το φόβο. «Δεν έπρεπε να τη χτυπήσω. Δεν ήταν ... δεν ήταν πράξη βασιλική.» Στύλωσε το βλέμμα στα χέρια του κι έμοιαζε σαν να μην έβλεπε μπροστά του. «Ήμουν πάντοτε δυνατός ... κανείς δεν μπορούσε να με αντιμετωπίσει - κανείς. Πώς να τα βάλεις με κάποιον, αν δεν μπορείς να τον χτυπήσεις;» Ο βασιλιάς κούνησε συγχυσμένος το κεφάλι του. «Ο Ραίγκαρ ... ο Ραίγκαρ νίκησε, ανάθεμά τον. Τον σκότωσα, Νεντ. Βύθισα τη λόγχη μου στη μαύρη του πανοπλία και τρύπησα πέρα ως πέρα τη μαύρη του καρδιά. Στα πόδια μου ξεψύχησε. Οι τροβαδούροι τραγουδούν ακόμα γι' αυτή τη μονομαχία. Κι όμως, ο Ταργκάρυεν με νίκησε. Έχει τη Λυάννα τώρα κι εγώ κατέληξα ... μ' αυτήν.» Ο βασιλιάς στράγγιξε το κρασί του μονορούφι. (Παιχνίδι του Στέμματος)
Τζόρα
Show Content
Spoiler«Τον χτύπησα» είπε και στη φωνή της ξεχώριζε η απορία. Όλα όσα είχαν συμβεί έμοιαζαν πια με παράξενο όνειρο. «Σερ Τζόρα, νομίζεις πως ... θα είναι πολύ θυμωμένος όταν επιστρέψει ... » είπε κι αναρίγησε. «Ξύπνησα το δράκοντα, έτσι δεν είναι;»
Ο Σερ Τζόρα ξεφύσησε. «Μπορεί να ξυπνήσει κανείς τους πεθαμένους, παιδί μου; Ο αδελφός σου ο Ραίγκαρ ήταν ο τελευταίος δράκος και πέθανε στην Τρίαινα. Ο Βισέρυς ούτε καν σκιά του δράκοντα δεν είναι.» (Παιχνίδι του Στέμματος)
«Μην της κάνετε κακό» τον σταμάτησε η Ντάνυ. «Απαιτώ να μου την παραδώσετε. Κάνε ό, τι σε προστάζω, ειδάλλως θα τα μάθει όλα ο Καλ Ντρόγκο.»
«Όπως ορίζεις, Καλήσι» αποκρίθηκε ο Τζόγκο και κέντρισε με τις φτέρνες του τα πλευρά του αλόγου του. Ο Κιουάρο και οι υπόλοιποι ακολούθησαν ξοπίσω του με τα καμπανάκια στα μαλλιά τους να ηχούν.
«Πήγαινε μαζί τους» πρόσταξε τον Σερ Τζόρα.
«Όπως προστάζεις.» Ο ιππότης της έριξε ένα απορημένο βλέμμα. «Μα την αλήθεια, τον αδελφό σου μου θυμίζεις.»
«Τον Βισέρυς;» Δεν καταλάβαινε.
«Όχι» είπε εκείνος. «Τον Ραίγκαρ.» Και έφυγε καλπάζοντας. (Παιχνίδι του Στέμματος)
«Πάντα πολεμούσαν μεταξύ τους οι μεγάλοι άρχοντες. Πες μου ποιος είναι ο νικητής, και θα σου πω τι σημαίνει αυτό. Καλήσι, τα Επτά Βασίλεια δε θα πέσουν στα χέρια σου σαν ώριμο φρούτο Θα χρειαστείς στόλο, χρυσάφι, στρατό, συμμάχους -»
«Τα ξέρω όλα αυτά.» Πήρε τα χέρια του στα δικά της και κοίταξε τα μαύρα, καχύποπτα μάτια του. Μερικές φορές με βλέπει σαν ένα παιδί που πρέπει να προστατέψει κι άλλοτε σαν γυναίκα που θα ήθελε να κάνει δική του - με βλέπει όμως άραγε ποτέ σαν βασίλισσά του; «Τζόρα, δεν είμαι το τρομαγμένο κορίτσι που γνώρισες στο Πέντος. Έχω ζήσει μονάχα δεκαπέντε γιορτές του ονόματός μου, πράγματι ... αλλά είμαι τόσο γριά όσο οι ντος καλέεν και τόσο νέα όσο οι δράκοντές μου. Γέννησα ένα παιδί, έκαψα έναν καλ, διέσχισα την κόκκινη έρημο και τη θάλασσα των Ντοθράκι. Στις φλέβες μου κυλάει το αίμα του δράκοντα.»
«Το ίδιο έλεγε κι ο αδελφός σου» είπε πεισματάρικα εκείνος.
«Δεν είμαι ο Βισέρυς.»
«Όχι» παραδέχτηκε ο ιππότης. «Μοιάζεις πιο πολύ με τον Ραίγκαρ, έτσι πιστεύω, αλλά ακόμα κι ο Ραίγκαρ ήταν θνητός. Ο Ρόμπερτ το απέδειξε αυτό στην Τρίαινα με ένα πολεμικό σφυρί και μόνο. Ακόμα κι οι δράκοντες πεθαίνουν.»
«Οι δράκοντες πεθαίνουν.» Σηκώθηκε στις μύτες και φίλησε ανάλαφρα το αξύριστο μάγουλό του. «Πεθαίνουν όμως και οι δρακοκτόνοι.» (Σύγκρουση Βασιλέων)
Η Ντάνυ σήκωσε τους ώμους της. «Ο Βισέρυς θα αγόραζε όσο πιο πολλούς Άσπιλους μπορούσε. Εσύ, όμως, είπες κάποτε πως ήμουν σαν τον Ραίγκαρ ... »
«Το θυμάμαι, Νταινέρυς.»
«Μεγαλειότατη» τον διόρθωσε. «Ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ οδηγούσε ελεύθερους ανθρώπους στη μάχη, όχι σκλάβους. Ο Ασπρογένης είπε πως αναγόρευε τους ακόλουθους σε ιππότες ο ίδιος κι έκανε και πολλούς άλλους ιππότες.»
«Δεν υπήρχε μεγαλύτερη τιμή από το να πάρεις τον τίτλο σου από τον Πρίγκιπα του Ντράγκονστοουν.»
«Πες μου, τότε, όταν άγγιζε έναν άντρα στον ώμο με το σπαθί του, τι έλεγε; "Πήγαινε και σκότωσε τους αδύναμους" ή "πήγαινε και υπερασπίσου τους"; Στην Τρίαινα, αυτοί οι γενναίοι άντρες που είπε ο Βισέρυς πως πέθαναν κάτω από τα λάβαρα με τους δράκους μας, έδωσαν τις ζωές τους επειδή πίστευαν στο σκοπό του Ραίγκαρ ή επειδή είχαν αγοραστεί με χρήματα;» Η Ντάνυ στράφηκε στον Μόρμοντ, σταύρωσε τα χέρια της και περίμενε μια απάντηση.
«Βασίλισσά μου» είπε αργά ο μεγαλόσωμος άντρας «όλα όσα λες είναι αλήθεια. Αλλά ο Ραίγκαρ έχασε στην Τρίαινα. Έχασε τη μάχη, έχασε τον πόλεμο, έχασε το βασίλειο και τη ζωή του. Το αίμα του κύλησε στον ποταμό μαζί με τα ρουμπίνια από το θώρακά του και ο Ρόμπερτ ο Σφετεριστής πέρασε πάνω από το πτώμα του για να κλέψει το Σιδερένιο Θρόνο. Ο Ραίγκαρ πολέμησε γενναία, ο Ραίγκαρ πολέμησε ευγενικά, ο Ραίγκαρ πολέμησε έντιμα. Και ο Ραίγκαρ πέθανε.» (Βιβλίο 3α – Θύελλα από Ατσάλι – Παγωμένες Λεπίδες)
«Εντάξει» συμφώνησε εκείνη. «Νομίζω πως πρέπει να επιτεθούμε σε τρεις μεριές. Γκριζοσκώληκα, οι Άσπιλοί σου θα τους χτυπήσουν από αριστερά και δεξιά, ενώ οι κο μου θα οδηγήσουν τα άλογα σε σφηνοειδή παράταξη για ένα χτύπημα στο κέντρο τους. Οι σκλάβοι στρατιώτες δε θα προβάλουν ποτέ αντίσταση στους έφιππους Ντοθράκι.» Χαμογέλασε. «Βέβαια, είμαι μόνο ένα μικρό κορίτσι και δεν ξέρω πολλά από πόλεμο. Τι λέτε, άρχοντές μου;»
«Νομίζω πως είσαι η αδελφή του Ραίγκαρ Ταργκάρυεν» είπε ο Σερ Τζόρα με ένα πικρό μειδίαμα.
«Ναι» είπε ο Άρσταν Ασπρογένης «και μια βασίλισσα.» (Βιβλίο 3β - Θύελλα από Ατσάλι- Ματωμένο Χρυσάφι)
Ο Σερ Τζόρα ξεφύσησε. «Μπορεί να ξυπνήσει κανείς τους πεθαμένους, παιδί μου; Ο αδελφός σου ο Ραίγκαρ ήταν ο τελευταίος δράκος και πέθανε στην Τρίαινα. Ο Βισέρυς ούτε καν σκιά του δράκοντα δεν είναι.» (Παιχνίδι του Στέμματος)
«Μην της κάνετε κακό» τον σταμάτησε η Ντάνυ. «Απαιτώ να μου την παραδώσετε. Κάνε ό, τι σε προστάζω, ειδάλλως θα τα μάθει όλα ο Καλ Ντρόγκο.»
«Όπως ορίζεις, Καλήσι» αποκρίθηκε ο Τζόγκο και κέντρισε με τις φτέρνες του τα πλευρά του αλόγου του. Ο Κιουάρο και οι υπόλοιποι ακολούθησαν ξοπίσω του με τα καμπανάκια στα μαλλιά τους να ηχούν.
«Πήγαινε μαζί τους» πρόσταξε τον Σερ Τζόρα.
«Όπως προστάζεις.» Ο ιππότης της έριξε ένα απορημένο βλέμμα. «Μα την αλήθεια, τον αδελφό σου μου θυμίζεις.»
«Τον Βισέρυς;» Δεν καταλάβαινε.
«Όχι» είπε εκείνος. «Τον Ραίγκαρ.» Και έφυγε καλπάζοντας. (Παιχνίδι του Στέμματος)
«Πάντα πολεμούσαν μεταξύ τους οι μεγάλοι άρχοντες. Πες μου ποιος είναι ο νικητής, και θα σου πω τι σημαίνει αυτό. Καλήσι, τα Επτά Βασίλεια δε θα πέσουν στα χέρια σου σαν ώριμο φρούτο Θα χρειαστείς στόλο, χρυσάφι, στρατό, συμμάχους -»
«Τα ξέρω όλα αυτά.» Πήρε τα χέρια του στα δικά της και κοίταξε τα μαύρα, καχύποπτα μάτια του. Μερικές φορές με βλέπει σαν ένα παιδί που πρέπει να προστατέψει κι άλλοτε σαν γυναίκα που θα ήθελε να κάνει δική του - με βλέπει όμως άραγε ποτέ σαν βασίλισσά του; «Τζόρα, δεν είμαι το τρομαγμένο κορίτσι που γνώρισες στο Πέντος. Έχω ζήσει μονάχα δεκαπέντε γιορτές του ονόματός μου, πράγματι ... αλλά είμαι τόσο γριά όσο οι ντος καλέεν και τόσο νέα όσο οι δράκοντές μου. Γέννησα ένα παιδί, έκαψα έναν καλ, διέσχισα την κόκκινη έρημο και τη θάλασσα των Ντοθράκι. Στις φλέβες μου κυλάει το αίμα του δράκοντα.»
«Το ίδιο έλεγε κι ο αδελφός σου» είπε πεισματάρικα εκείνος.
«Δεν είμαι ο Βισέρυς.»
«Όχι» παραδέχτηκε ο ιππότης. «Μοιάζεις πιο πολύ με τον Ραίγκαρ, έτσι πιστεύω, αλλά ακόμα κι ο Ραίγκαρ ήταν θνητός. Ο Ρόμπερτ το απέδειξε αυτό στην Τρίαινα με ένα πολεμικό σφυρί και μόνο. Ακόμα κι οι δράκοντες πεθαίνουν.»
«Οι δράκοντες πεθαίνουν.» Σηκώθηκε στις μύτες και φίλησε ανάλαφρα το αξύριστο μάγουλό του. «Πεθαίνουν όμως και οι δρακοκτόνοι.» (Σύγκρουση Βασιλέων)
Η Ντάνυ σήκωσε τους ώμους της. «Ο Βισέρυς θα αγόραζε όσο πιο πολλούς Άσπιλους μπορούσε. Εσύ, όμως, είπες κάποτε πως ήμουν σαν τον Ραίγκαρ ... »
«Το θυμάμαι, Νταινέρυς.»
«Μεγαλειότατη» τον διόρθωσε. «Ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ οδηγούσε ελεύθερους ανθρώπους στη μάχη, όχι σκλάβους. Ο Ασπρογένης είπε πως αναγόρευε τους ακόλουθους σε ιππότες ο ίδιος κι έκανε και πολλούς άλλους ιππότες.»
«Δεν υπήρχε μεγαλύτερη τιμή από το να πάρεις τον τίτλο σου από τον Πρίγκιπα του Ντράγκονστοουν.»
«Πες μου, τότε, όταν άγγιζε έναν άντρα στον ώμο με το σπαθί του, τι έλεγε; "Πήγαινε και σκότωσε τους αδύναμους" ή "πήγαινε και υπερασπίσου τους"; Στην Τρίαινα, αυτοί οι γενναίοι άντρες που είπε ο Βισέρυς πως πέθαναν κάτω από τα λάβαρα με τους δράκους μας, έδωσαν τις ζωές τους επειδή πίστευαν στο σκοπό του Ραίγκαρ ή επειδή είχαν αγοραστεί με χρήματα;» Η Ντάνυ στράφηκε στον Μόρμοντ, σταύρωσε τα χέρια της και περίμενε μια απάντηση.
«Βασίλισσά μου» είπε αργά ο μεγαλόσωμος άντρας «όλα όσα λες είναι αλήθεια. Αλλά ο Ραίγκαρ έχασε στην Τρίαινα. Έχασε τη μάχη, έχασε τον πόλεμο, έχασε το βασίλειο και τη ζωή του. Το αίμα του κύλησε στον ποταμό μαζί με τα ρουμπίνια από το θώρακά του και ο Ρόμπερτ ο Σφετεριστής πέρασε πάνω από το πτώμα του για να κλέψει το Σιδερένιο Θρόνο. Ο Ραίγκαρ πολέμησε γενναία, ο Ραίγκαρ πολέμησε ευγενικά, ο Ραίγκαρ πολέμησε έντιμα. Και ο Ραίγκαρ πέθανε.» (Βιβλίο 3α – Θύελλα από Ατσάλι – Παγωμένες Λεπίδες)
«Εντάξει» συμφώνησε εκείνη. «Νομίζω πως πρέπει να επιτεθούμε σε τρεις μεριές. Γκριζοσκώληκα, οι Άσπιλοί σου θα τους χτυπήσουν από αριστερά και δεξιά, ενώ οι κο μου θα οδηγήσουν τα άλογα σε σφηνοειδή παράταξη για ένα χτύπημα στο κέντρο τους. Οι σκλάβοι στρατιώτες δε θα προβάλουν ποτέ αντίσταση στους έφιππους Ντοθράκι.» Χαμογέλασε. «Βέβαια, είμαι μόνο ένα μικρό κορίτσι και δεν ξέρω πολλά από πόλεμο. Τι λέτε, άρχοντές μου;»
«Νομίζω πως είσαι η αδελφή του Ραίγκαρ Ταργκάρυεν» είπε ο Σερ Τζόρα με ένα πικρό μειδίαμα.
«Ναι» είπε ο Άρσταν Ασπρογένης «και μια βασίλισσα.» (Βιβλίο 3β - Θύελλα από Ατσάλι- Ματωμένο Χρυσάφι)
Μπάρρισταν
Show Content
SpoilerΟ Ασπρογένης έβαλε τα δυνατά του να κρύψει τα συναισθήματά του, αλλά αυτά ήταν φανερά στο πρόσωπό του. «Ο Μεγαλειότατος ήταν ... συχνά ευχάριστος.»
«Συχνά;» χαμογέλασε η Ντάνυ. «Αλλά όχι πάντα;»
«Μπορούσε να γίνει πολύ σκληρός μ' αυτούς που θεωρούσε εχθρούς του.»
«Ένας σώφρων άνθρωπος δεν κάνει ποτέ εχθρό ένα βασιλιά» είπε η Ντάνυ. «Ήξερες και τον αδελφό μου, τον Ραίγκαρ;»
«Λέγεται πως κανείς δεν ήξερε πραγματικά τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ. Είχα το προνόμιο να τον δω σε κονταρομαχία, όμως, και τον άκουγα συχνά να παίζει την άρπα του με τις ασημένιες χορδές.»
Ο Σερ Τζόρα ρουθούνισε. «Μαζί με χιλιάδες άλλους σε κάποια γιορτή του θέρους. Σε λίγο θα ισχυριστείς πως ήσουν και ιπποκόμος του.»
«Δεν ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο, σερ. Ο Μάιλς Μούτον ήταν ο ιπποκόμος του Πρίγκιπα Ραίγκαρ και ο Ρίτσαρντ Λονμάουθ έπειτα. Όταν κέρδισαν τα σπιρούνια τους, τους έχρισε ο ίδιος ιππότες και παρέμειναν στενοί του φίλοι. Ο νεαρός Άρχοντας Κόννινγκτον ήταν στενός φίλος του πρίγκιπα επίσης, αλλά ο παλιότερος φίλος του ήταν ο Άρθουρ Ντέυν.»
«Το Σπαθί του Πρωινού!» είπε η Ντάνυ χαρούμενη. «Ο Βισέρυς μιλούσε για τη θαυματουργή λευκή του λεπίδα. Έλεγε πως ο Σερ Άρθουρ ήταν ο μόνος ιππότης στο βασίλειο που ήταν ισότιμος του αδελφού μας.»
Ο Ασπρογένης έσκυψε το κεφάλι του. «Δεν είναι η θέση μου να αμφισβητώ τα λόγια του Πρίγκιπα Βισέρυς.»
«Βασιλιά» τον διόρθωσε η Ντάνυ. «Ήταν βασιλιάς, αν και ποτέ δε βασίλεψε. Ο Βισέρυς, ο τρίτος του ονόματός του. Αλλά τι εννοείς;» Η απάντησή του δεν ήταν αυτή που περίμενε. «Ο Σερ Τζόρα αποκάλεσε τον Ραίγκαρ τελευταίο δράκο κάποτε. Πρέπει να ήταν φοβερός πολεμιστής για να τον αποκαλούν έτσι, σωστά;»
«Μεγαλειότατη» είπε ο Ασπρογένης «Ο Πρίγκιπας του Ντράγκονστοουν ήταν πολύ δυνατός πολεμιστής, αλλά ... »
«Συνέχισε» τον παρακίνησε. «Μπορείς να μου μιλήσεις ελεύθερα.»
«Όπως προστάζεις.» Ο ηλικιωμένος έγειρε πάνω στο ραβδί του από σκληρό ξύλο και ύψωσε το φρύδι του. «Ένας απαράμιλλος πολεμιστής ... είναι πολύ ωραία λόγια, αλλά τα λόγια δεν κερδίζουν μάχες.»
«Τα σπαθιά κερδίζουν τις μάχες» είπε απότομα ο Σερ Τζόρα. «Και ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ ήξερε πώς να τα χρησιμοποιεί.»
«Ναι, σερ, αλλά ... έχω δει εκατοντάδες κονταρομαχίες και περισσότερους πολέμους απ' όσους θα ήθελα. Όσο δυνατός, γρήγορος ή ικανός και να είναι ένας ιππότης, υπάρχουν άλλοι ισάξιοί του. Ένας άντρας κερδίζει μια κονταρομαχία και πέφτει γρήγορα στην επόμενη. Ένα γλιστερό σημείο στο χορτάρι μπορεί να σημαίνει ήττα, ή τι έφαγες στο δείπνο σου το προηγούμενο βράδυ. Μια αλλαγή στην κατεύθυνση του ανέμου μπορεί να φέρει το δώρο της νίκης.» Κοίταξε τον Σερ Τζόρα. «'Η η εύνοια μιας αρχόντισσας στο χέρι ενός πολεμιστή.»
Το πρόσωπο του Μόρμοντ σκοτείνιασε. «Πρόσεχε τι λες, γέρο.»
Ο Άρσταν είχε δει τον Σερ Τζόρα να πολεμάει στο Λάννισπορτ, κατάλαβε η Ντάνυ, στην κονταρομαχία που ο Μόρμοντ είχε κερδίσει με την εύνοια μιας αρχόντισσας δεμένης στο μπράτσο του. Είχε κερδίσει και την αρχόντισσα• τη Λυνές του Οίκου Χάιταουερ, τη δεύτερη γυναίκα του, ευγενικής καταγωγής και όμορφη ... Αλλά τον κατέστρεψε και τον εγκατέλειψε, η ανάμνησή της του έφερνε πίκρα τώρα.
«Να είσαι ευγενικός, ιππότη μου.» Έπιασε το μπράτσο του Τζόρα. «Ο Άρσταν δεν ήθελε να σε προσβάλει, είμαι σίγουρη γι' αυτό.»
«Ό,τι πεις, Καλήσι.» Η φωνή του Σερ Τζόρα έκρυβε θυμό.
Η Ντάνυ στράφηκε πάλι στον ιπποκόμο. «Δεν ξέρω πολλά για τον Ραίγκαρ. Μόνο τις ιστορίες που έλεγε ο Βισέρυς, κι ήταν μικρός όταν πέθανε ο αδελφός μας. Πώς ήταν στην πραγματικότητα;»
Ο ηλικιωμένος άντρας σκέφτηκε για μια στιγμή. «Ικανός. Αυτό πάνω απ' όλα. Αποφασισμένος, μεθοδικός, άνθρωπος του καθήκοντος, έντιμος. Λένε μια ιστορία γι' αυτόν ... αλλά αναμφίβολα ο Σερ Τζόρα τη γνωρίζει.»
«Θέλω να την ακούσω από σένα.»
«Όπως επιθυμείς» είπε ο Ασπρογένης. «Ως αγόρι, ο Πρίγκιπας του Ντράγκονστοουν ήταν βιβλιοφάγος. Διάβαζε από τόσο νωρίς που κάποιοι έλεγαν πως η Βασίλισσα Ραίλλα πρέπει να είχε καταπιεί μερικά βιβλία κι ένα κερί όσο τον είχε στην κοιλιά της. Ο Ραίγκαρ δεν ενδιαφερόταν για τα παιχνίδια των άλλων παιδιών. Οι μέιστερ είχαν εντυπωσιαστεί από την εξυπνάδα του, αλλά οι ιππότες του πατέρα του αστειεύονταν πικρόχολα πως είχε ξαναγεννηθεί ο Μπαίλορ ο Ευσεβής. Ώσπου μια μέρα ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ βρήκε κάτι στις περγαμηνές του που τον άλλαξε. Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να ήταν, μόνο πως το αγόρι εμφανίστηκε ξαφνικά μια μέρα νωρίς το πρωί στην αυλή την ώρα που οι ιππότες φορούσαν τις πανοπλίες τους. Πήγε στον Σερ Γουίλλεμ Ντάρρυ, τον οπλοδιδάσκαλο, και είπε: "Ζητώ ένα σπαθί και μια πανοπλία. Φαίνεται πως πρέπει να γίνω πολεμιστής".» (Βιβλίο 3α – Θύελλα από Ατσάλι – Παγωμένες Λεπίδες)
«Όταν έρθει η μέρα που θα σηκώσεις τα λάβαρά σου, το μισό Γουέστερος θα είναι μαζί σου» υποσχέθηκε ο Άσπρογένης. «Τον αδελφό σου, τον Ραίγκαρ, τον θυμούνται ακόμα με μεγάλη αγάπη.» (Βιβλίο 3α – Θύελλα από Ατσάλι – Παγωμένες Λεπίδες)
«Δεν μπορώ να κοιμηθώ όταν πεθαίνουν άντρες για μένα, Ασπρογένη, του είπε. «Πες μου κι άλλα για τον αδελφό μου, τον Ραίγκαρ, αν μπορείς. Μου άρεσε η ιστορία που μου είπες στο πλοίο, σχετικά με το πώς αποφάσισε να γίνει πολεμιστής.»
«Η Μεγαλειότατη είναι πολύ ευγενική.»
«Ο Βισέρυς έλεγε πως ο αδελφός μας είχε κερδίσει πολλούς αγώνες.»
Ο Άρσταν έσκυψε το λευκό του κεφάλι με σεβασμό. «Δεν είναι η θέση μου να αρνηθώ τα λόγια του Μεγαλειότατου ... »
«Αλλά;» είπε απότομα η Ντάνυ. «Πες μου. Σε προστάζω.»
«Η ικανότητα του Πρίγκιπα Ραίγκαρ ήταν αναμφισβήτητη, αλλά σπάνια έπαιρνε μέρος. Ποτέ δεν του άρεσε η μουσική των σπαθιών, όπως στον Ρόμπερτ ή στον Τζέιμι Λάννιστερ. Ήταν απλώς κάτι που έπρεπε να κάνει, μια αποστολή που του είχε αναθέσει ο κόσμος. Το έκανε καλά επειδή όλα τα έκανε καλά. Αυτή ήταν η φύση του. Αλλά δεν αντλούσε ευχαρίστηση από αυτό. Οι άντρες έλεγαν πως αγαπούσε την άρπα του πολύ περισσότερο από τη λόγχη του.»
«Σίγουρα θα κέρδισε κάποιους αγώνες» είπε απογοητευμένη η Ντάνυ.
«Όταν ήταν νέος, ο Μεγαλειότατος τα πήγε περίφημα σε μια κονταρομαχία στο Στορμς Εντ, όπου κέρδισε τον Άρχοντα Στέφον Μπαράθηον, τον Άρχοντα Τζέισον Μάλλιστερ, την Κόκκινη Έχιδνα του Ντορν κι ένα μυστηριώδη ιππότη, που αποδείχτηκε πως ήταν ο διαβόητος Σάιμον Τόυν, αρχηγός των παρανόμων του Βασιλικού Δάσους. Νίκησε δώδεκα άντρες, συμπεριλαμβανομένου του Σερ Άρθουρ Ντέυν, εκείνη την ημέρα.»
«Ήταν πρωταθλητής, λοιπόν;»
«'Οχι, Μεγαλειότατη. Αυτή η τιμή πήγε σε έναν άλλο ιππότη της Βασιλικής Φρουράς που έριξε τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ από το άλογό του στην τελική κονταρομαχία.» Η Ντάνυ δεν ήθελε να το ακούσει αυτό. «Ποιους αγώνες κέρδισε όμως ο αδελφός μου;»
«Μεγαλειότατη.» Ο γέρος δίστασε για μια στιγμή. «Κέρδισε τους μεγαλύτερους αγώνες απ' όλους.»
«Ποιοι ήταν αυτοί;» απαίτησε να μάθει η Ντάνυ.
«Τους αγώνες που διοργάνωσε ο Άρχοντας Γουέντ στο Χάρρενχαλ δίπλα στο Μάτι του Θεού, τη χρονιά της ψεύτικης άνοιξης. Ήταν σημαντικό γεγονός. Εκτός από τις κονταρομαχίες, υπήρχε κι ένας αγώνας πάλης παλαιού τύπου, όπου συμμετείχαν επτά ομάδες ιπποτών, καθώς και τοξοβολία και ρίψη τσεκουριών, ιπποδρομίες, αγώνες βάρδων, μια θεατρική παράσταση και πολλές γιορτές και γλέντια. Ο Άρχοντας Γουέντ δεν ήταν μόνο πλούσιος, αλλά και ανοιχτοχέρης. Τα πλουσιοπάροχα βραβεία που διακήρυξε προσέλκυσαν εκατοντάδες διαγωνιζόμενους. Ακόμα και ο άρχοντας πατέρας σου ήρθε στο Χάρρενχαλ, ενώ είχε χρόνια ολόκληρα να φύγει μακριά από το Κόκκινο Φρούριο. Οι μεγαλύτεροι άρχοντες και οι πιο ξακουστοί πρόμαχοι των Επτά Βασιλείων συμμετείχαν στους αγώνες και ο Πρίγκιπας του Ντράγκονστοουν τους κέρδισε όλους.»
«Μα αυτοί ήταν οι αγώνες όπου έστεψε τη Λυάννα Σταρκ βασίλισσα της αγάπης και της ομορφιάς!» είπε η Ντάνυ. «Ήταν εκεί η Πριγκίπισσα Έλια, η σύζυγός του, όμως ο αδελφός μου έδωσε το στέμμα στο κορίτσι των Σταρκ κι αργότερα την έκλεψε από το μνηστήρα της. Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό; Τόσο άσχημα του φερόταν η γυναίκα από το Ντορν;»
«Δεν είναι η θέση μου να ξέρω τι είχε στην καρδιά του ο αδελφός σου, Μεγαλειότατη. Η Πριγκίπισσα Έλια ήταν μια καλή και σπλαχνική αρχόντισσα, μολονότι η υγεία της ήταν πάντα εύθραυστη.»
Η Ντάνυ τράβηξε τη λεοντή στους ώμους της. «Ο Βισέρυς είπε κάποτε πως ήταν δικό μου λάθος, επειδή γεννήθηκα πολύ αργά.» Το είχε αρνηθεί με σθένος, θυμόταν, φτάνοντας στο σημείο να πει στον Βισέρυς πως ήταν δικό του το λάθος που δεν είχε γεννηθεί κορίτσι. Την έδειρε αλύπητα γι' αυτή της την αυθάδεια. «Αν είχα γεννηθεί εγκαίρως, είχε πει, ο Ραίγκαρ θα είχε παντρευτεί εμένα αντί για την Έλια κι όλα θα ήταν διαφορετικά. Αν ο Ραίγκαρ ήταν ευτυχισμένος με τη σύζυγό του δε θα χρειαζόταν το κορίτσι των Σταρκ.»
«Ίσως, Μεγαλειότατη.» Ο Ασπρογένης έκανε μια μικρή παύση. «Αλλά δεν είμαι σίγουρος πως ήταν στη φύση του Ραίγκαρ να είναι ευτυχισμένος.»
«Τον κάνεις να ακούγεται πολύ στριφνός» διαμαρτυρήθηκε η Ντάνυ.
«'Οχι στριφνός, όχι, αλλά ... υπήρχε μια μελαγχολία στον Πρίγκιπα Ραίγκαρ, μια αίσθηση ... » Ο γέρος δίστασε και πάλι.
«Πες το» τον προέτρεψε. «Μια αίσθηση ... ;»
« ... του ολέθρου. Είχε γεννηθεί σε περίοδο θλίψης, βασίλισσά μου, κι αυτή η σκιά κρεμόταν από πάνω του σε όλη του τη ζωή.»
Ο Βισέρυς είχε μιλήσει μόνο μια φορά για τη γέννηση του Ραίγκαρ. Ίσως η ιστορία να τον έθλιβε πάρα πολύ. Ήταν η σκιά του Σάμερχωλ που τον κατάτρυχε, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Ωστόσο, το Σάμερχωλ ήταν το μέρος που αγαπούσε περισσότερο ο πρίγκιπας. Πήγαινε εκεί κατά περιόδους, με την άρπα του μοναδική συντροφιά του. Ακόμα και οι ιππότες της Βασιλικής Φρουράς δεν τον ακολουθούσαν εκεί πέρα. Του άρεσε να κοιμάται στο ερειπωμένο κάστρο, κάτω από το φεγγάρι και τ' αστέρια, κι όποτε επέστρεφε έφερνε μαζί του ένα καινούριο τραγούδι. Όταν τον άκουγες να παίζει την άρπα του με τις ασημένιες χορδές και να τραγουδάει για το λυκόφως, για δάκρυα και για το θάνατο βασιλιάδων, δεν μπορούσες παρά να νιώθεις πως τραγουδούσε για τον εαυτό του και αυτούς που αγαπούσε.»
«Και ο Σφετεριστής; Έπαιζε κι αυτός θλιβερά τραγούδια;»
Ο Άρσταν γέλασε πικρόχολα. «Ο Ρόμπερτ; Εκείνου του άρεσαν τραγούδια που τον έκαναν να γελάει, όσο πιο σκαμπρόζικα τόσο το καλύτερο. Τραγουδούσε μόνο όταν ήταν μεθυσμένος και τότε οι πιο πιθανές επιλογές ήταν το Ένα Βαρελάκι Μπίρα ή το Πενήντα τέσσερα βαρέλια ή το Η Αρκούδα και η Όμορφη Κόρη. Ο Ρόμπερτ ήταν πολύ ... » (Βιβλίο 3β - Θύελλα από Ατσάλι- Ματωμένο Χρυσάφι)
«Κι όμως, μου είπατε ψέματα, με εξαπατήσατε και με προδώσατε.» Στράφηκε στον Σερ Μπάρρισταν. «Προστάτευες τον πατέρα μου πολλά χρόνια, πολέμησες δίπλα στον αδελφό μου στην Τρίαινα, αλλά εγκατέλειψες τον Βισέρυς στην εξορία του και υποτάχθηκες στο Σφετεριστή. Γιατί; Και πες μου την αλήθεια.»
«Μερικές αλήθειες είναι πολύ πικρές. Ο Ρόμπερτ ήταν ένας ... καλός ιππότης ... ευγενικός, γενναίος ... μου χάρισε τη ζωή, καθώς και τις ζωές πολλών άλλων ... Ο Πρίγκιπας Βισέρυς ήταν μονάχα ένα αγόρι και θα περνούσαν χρόνια ώσπου να είναι σε θέση να βασιλέψει και ... συγχώρεσέ με, βασίλισσά μου, αλλά ζήτησες την αλήθεια ... Ακόμα και ως παιδί, ο αδελφός σου ο Βισέρυς έμοιαζε να είναι γιος του πατέρα του με κάποιους τρόπους που ο Ραίγκαρ δεν ήταν.»
«Γιος του πατέρα του;» Η Ντάνυ συνοφρυώθηκε. «Τι σημαίνει αυτό;»
Ο ηλικιωμένος ιππότης δεν ανοιγόκλεισε καν τα μάτια του. «Ο πατέρας σου αποκαλείται Παράφρων Βασιλιάς στο Γουέστερος. Δε σου το έχει πει κανένας;»
«Μου το είπε ο Βισέρυς.» Ο Παράφρων Βασιλιάς. «Ο Σφετεριστής τον αποκάλεσε έτσι, ο Σφετεριστής και τα σκυλιά του.» Ο Παράφρων Βασιλιάς. «Ήταν ψέμα.»
«Γιατί ζητάς την αλήθεια» είπε χαμηλόφωνα ο Σερ Μπάρρισταν «αν κλείνεις τ' αυτιά σου σ' αυτή;» Δίστασε για μια στιγμή και μετά συνέχισε: «Σου έχω ξαναπεί πως χρησιμοποίησα ψευδώνυμο για να μη μάθουν οι Λάννιστερ πως είμαι μαζί σου. Αυτό ήταν μόνο ένα μέρος της αλήθειας, Μεγαλειότατη. Η αλήθεια είναι πως ήθελα να σε παρακολουθήσω για λίγο καιρό, προτού θέσω το σπαθί μου στη διάθεσή σου. Για να σιγουρευτώ πως δεν ήσουν ... »
« ... κόρη του πατέρα μου;» Αν δεν ήταν κόρη του πατέρα της, ποια ήταν τότε;
« ... τρελή» τελείωσε τη φράση του εκείνος. «Αλλά δε βλέπω κανένα παράξενο σημάδι πάνω σου.»
«Σημάδι;» Η Ντάνυ ανατρίχιασε.
«Δεν είμαι μέιστερ για να σου λέω ιστορικά, Μεγαλειότατη. Τα σπαθιά ήταν όλη μου η ζωή, όχι τα βιβλία. Κάθε παιδί γνωρίζει, όμως, πως οι Ταργκάρυεν πάντα χόρευαν στο χείλος της παραφροσύνης. Ο πατέρας σου δεν ήταν ο πρώτος. Ο Βασιλιάς Τζαιχαίρυς μου είπε κάποτε πως η παραφροσύνη και το μεγαλείο είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Κάθε φορά που γεννιέται ένας Ταργκάρυεν, είπε, οι θεοί ρίχνουν το νόμισμα στον αέρα και ο κόσμος κρατάει την ανάσα του ώσπου να δει με ποια πλευρά θα προσγειωθεί στο έδαφος.» (Βιβλίο 3β - Θύελλα από Ατσάλι- Ματωμένο Χρυσάφι)
Ερωτήσεις; Είχε εκατό, χίλιες, δέκα χιλιάδες. Γιατί δεν μπορούσε να σκεφτεί ούτε μία; «Ο πατέρας μου ήταν πραγματικά παράφρων;» ξεστόμισε. Γιατί το ρωτάω αυτό; «Ο Βισέρυς έλεγε πως αυτό ήταν ένα σχέδιο του Σφετεριστή ... »
«Ο Βισέρυς ήταν ένα παιδί και η βασίλισσα τον προστάτευε όσο περισσότερο μπορούσε. Ο πατέρας σου πάντα είχε μια μικρή παραφροσύνη μέσα του, το πιστεύω τώρα. Ήταν όμως γοητευτικός και γενναιόδωρος, έτσι οι διαλείψεις του αγνοούνταν. Η βασιλεία του άρχισε με τόσες υποσχέσεις ... αλλά με το πέρασμα των χρόνων, οι διαλείψεις έγιναν πιο συχνές, ώσπου ... »
Η Ντάνυ τον σταμάτησε. «Χρειάζεται να το ακούσω αυτό τώρα;»
Ο Σερ Μπάρρισταν σκέφτηκε για μια στιγμή. «Ίσως όχι. Όχι τώρα.»
«Όχι τώρα» συμφώνησε εκείνη. «Μια μέρα. Κάποια μέρα πρέπει να μου τα πεις όλα. Τα καλά και τα κακά. Υπάρχει κάτι καλό να μου πεις για τον πατέρα μου, έτσι δεν είναι;»
«Υπάρχει, Μεγαλειότατη. Γι' αυτόν και όσους ήταν πριν από αυτόν. Τον παππού σου, τον Τζαιχαίρυς, και τον αδελφό του, τον πατέρα τους τον Αίγκον, τη μητέρα σου ... και τον Ραίγκαρ. Γι' αυτόν περισσότερο απ' όλους.»
«Εύχομαι να τον είχα γνωρίσει.» Η φωνή της φανέρωνε θλίψη.
«Μακάρι να σε είχε γνωρίσει κι εκείνος» είπε ο ηλικιωμένος ιππότης. «Όταν θα είσαι έτοιμη θα σου τα πω όλα.» (Βιβλίο 3β - Θύελλα από Ατσάλι- Ματωμένο Χρυσάφι)
«Ενενήντα μέρες είναι πολύς καιρός. Ο Χίζνταρ μπορεί να αποτύχει. Κι αν αποτύχει, η απόπειρα μάς κερδίζει χρόνο. Χρόνο για να κάνουμε συμμαχίες, να ενισχύσουμε τις άμυνές μας, να -»
«Κι αν δεν αποτύχει; Τι θα κάνει τότε η Μεγαλειότητά σου;»
«Το καθήκον της.» Η λέξη ήταν κρύα στα χείλη της. «Είδες τον αδερφό μου τον Ραίγκαρ να παντρεύεται. Πες μου, παντρεύτηκε από αγάπη ή καθήκον;»
Ο ηλικιωμένος ιππότης δίστασε. «Η Πριγκίπισσα Έλια ήταν καλή γυναίκα, Μεγαλειοτάτη. Ήταν ευγενική και έξυπνη, με ευγενική καρδιά και γλυκό πνεύμα. Ξέρω ότι ο πρίγκιπας τη συμπαθούσε πολύ.»
Συμπαθούσε, σκέφτηκε η Ντάνυ. Η λέξη τα έλεγε όλα. Θα μπορούσα να συμπαθήσω τον Χίζνταρ ζο Λόρακ εν καιρώ. Ίσως.
Ο Σερ Μπάρρισταν συνέχισε. «Είδα και τον πατέρα σου και τη μητέρα σου να παντρεύονται επίσης. Συγχώρεσέ με, αλλά εκεί δεν υπήρχε καμία συμπάθεια, και το βασίλειο το πλήρωσε ακριβά, βασίλισσά μου.»
«Γιατί παντρεύτηκαν, αν δεν αγαπούσαν ο ένας τον άλλο;»
«Ο παππούς σου το διέταξε. Μια μάγισσα του δάσους του είπε πως ο πρίγκιπας της προφητείας θα ερχόταν από τη γενιά τους.»
«Μια μάγισσα του δάσους;» Η Ντάνυ ήταν έκπληκτη.
«Ήρθε στην αυλή με την Τζέννυ του Όλντστοουνς. Ένα κατσιασμένο πλάσμα, αλλόκοτο στην όψη. Ένας θηλυκός νάνος, έλεγαν οι περισσότεροι, αν και αγαπητή στην Αρχόντισσα Τζέννυ, που ισχυριζόταν πάντα ότι ήταν μία από τα παιδιά του δάσους.»
«Τι απέγινε;»
«Το Σάμερχωλ.» Η λέξη και μόνο θύμιζε θάνατο.
Η Ντάνυ αναστέναξε. «Άφησέ με. Είμαι πολύ κουρασμένη.» (Βιβλίο 5α - Ο Χορός των Δράκων – Το Κάλεσμα της Φλόγας)
Ο Μπάρρισταν Σέλμυ είχε γνωρίσει πολλούς βασιλιάδες. Είχε γεννηθεί κατά τη διάρκεια της ταραχώδους βασιλείας του Αίγκον του Απροσδόκητου, αγαπητού στον απλό λαό, είχε λάβει το χρίσμα του ιππότη από τα χέρια του. Ο γιος του Αίγκον, ο Τζαιχαίρυς, του είχε δώσει το λευκό μανδύα όταν ήταν είκοσι τριών χρόνων, αφότου έσφαξε τον Μαίλυς τον Τερατώδη στον Πόλεμο των Βασιλέων της Δεκάρας. Με αυτόν τον ίδιο μανδύα είχε σταθεί δίπλα στο Σιδερένιο Θρόνο, καθώς η τρέλα καταλάμβανε το γιο του Τζαιχαίρυς, τον Αίρυς. Στάθηκα και είδα και άκουσα, κι όμως δεν έκανα τίποτα.
Αλλά όχι. Αυτό ήταν άδικο. Είχε κάνει το καθήκον του. Κάποιες νύχτες ο Σερ Μπάρρισταν αναρωτιόταν μήπως είχε κάνει το καθήκον του υπερβολικά καλά. Είχε δώσει τους όρκους του ενώπιον θεών και ανθρώπων, δεν μπορούσε να κρατήσει την τιμή του και να τους παραβιάσει ... αλλά η τήρηση αυτών των όρκων είχε γίνει πολύ δύσκολη τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Βασιλιά Αίρυς. Είχε δει πράγματα πολύ οδυνηρά για να τα θυμάται και πάνω από μία φορά είχε αναρωτηθεί πόσο από το αίμα βρισκόταν στα δικά του χέρια. Αν δεν είχε πάει στο Ντάσκεντεϊλ να σώσει τον Αίρυς από τα μπουντρούμια του Άρχοντα Ντάρκλυν, ο βασιλιάς ίσως να είχε πεθάνει εκεί, καθώς ο Τάιγουιν Λάννιστερ λεηλατούσε την πόλη. Ύστερα ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ θα είχε ανέβει στο Σιδερένιο Θρόνο, θεραπεύοντας ίσως το βασίλειο. Το Ντάσκεντεϊλ ήταν η καλύτερη στιγμή του, όμως η ανάμνηση άφηνε πικρή γεύση στο στόμα του.
Ήταν οι αποτυχίες του που τον στοίχειωναν τις νύχτες, όμως. Ο Τζαιχαίpυς, ο Αίρυς, ο Ρόμπερτ. Τρεις νεκροί βασιλιάδες. Ο Ραίγκαρ, που θα ήταν καλύτερος βασιλιάς κι απ' τους τρεις τους. Η Πριγκίπισσα Έλια και τα παιδιά. Ο Αίγκον, ένα μωρό ακόμα, η Ραίνυς με το γατάκι της. Νεκροί, όλοι τους, κι όμως αυτός ζούσε ακόμα, αυτός που είχε ορκιστεί να τους προστατεύει. Και τώρα η Νταινέρυς, η λαμπερή νεαρή βασίλισσά του. Δεν είναι νεκρή. Δε θα το πιστέψω. (Βιβλίο 5β - Ο Χορός των Δράκων – Το Σπαθί στο Σκοτάδι)
«Θα κλάψει, θα μαδήσει τα μαλλιά της και θα καταραστεί το Γιουνκάι. Όχι εμάς. Το αίμα δε θα είναι στα δικά μας χέρια. Μπορείς να την παρηγορήσεις. Πες της κάποια ιστορία από τα παλιά, της αρέσουν αυτές. Ο φτωχός Νταάριο, ο γενναίος της λοχαγός ... δε θα τον ξεχάσει ποτέ, όχι ... αλλά καλύτερα για όλους μας αν είναι νεκρός, έτσι δεν είναι; Καλύτερα και για την Νταινέρυς.»
Καλύτερα για την Νταινέρυς, και για το Γουέστερος. Η Νταινέρυς Ταργκάρυεν αγαπούσε το λοχαγό της, αλλά αυτό ήταν το κορίτσι μέσα της, όχι η βασίλισσα. Ο πρίγκιπας Ραίγκαρ αγαπούσε την Αρχόντισσα Λυάννα, και χιλιάδες πέθαναν γι' αυτό. Ο Ντέιμον Μπλάκφαϊρ αγαπούσε την πρώτη Νταινέρυς και ξεσήκωσε επανάσταση, όταν του την αρνήθηκαν. Ο Μπίττερστηλ και το Ματωμένο Κοράκι αγαπούσαν και οι δύο τη Σιέρα Σήσταρ, και τα Επτά Βασίλεια μάτωσαν. Ο Πρίγκιπας της Λιβελλούλης αγαπούσε την Τζένυ του Όλντστοουνς τόσο πολύ, που απαρνήθηκε ένα στέμμα, και το Γουέστεpος πλήρωσε την προίκα της νύφης με πτώματα. Και οι τρεις γιοι του πέμπτου Αίγκον παντρεύτηκαν από έρωτα, ενάντια στις επιθυμίες του πατέρα τους. Και επειδή αυτός ο απροσδόκητος μονάρχης είχε και ο ίδιος ακολουθήσει την καρδιά του όταν διάλεξε τη βασίλισσά του, επέτρεψε στους γιους του να κάνουν το ίδιο, κάνοντας εχθρούς εκεί όπου θα μπορούσε να έχει σταθερούς φίλους. Προδοσία και αναταραχή ακολούθησαν, όπως η νύχτα διαδέχεται τη μέρα, και κατέληξαν στο Σάμερχωλ, με μαγεία, φωτιά και οδύνη. (Βιβλίο 5β - Ο Χορός των Δράκων – Το Σπαθί στο Σκοτάδι)
«Συχνά;» χαμογέλασε η Ντάνυ. «Αλλά όχι πάντα;»
«Μπορούσε να γίνει πολύ σκληρός μ' αυτούς που θεωρούσε εχθρούς του.»
«Ένας σώφρων άνθρωπος δεν κάνει ποτέ εχθρό ένα βασιλιά» είπε η Ντάνυ. «Ήξερες και τον αδελφό μου, τον Ραίγκαρ;»
«Λέγεται πως κανείς δεν ήξερε πραγματικά τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ. Είχα το προνόμιο να τον δω σε κονταρομαχία, όμως, και τον άκουγα συχνά να παίζει την άρπα του με τις ασημένιες χορδές.»
Ο Σερ Τζόρα ρουθούνισε. «Μαζί με χιλιάδες άλλους σε κάποια γιορτή του θέρους. Σε λίγο θα ισχυριστείς πως ήσουν και ιπποκόμος του.»
«Δεν ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο, σερ. Ο Μάιλς Μούτον ήταν ο ιπποκόμος του Πρίγκιπα Ραίγκαρ και ο Ρίτσαρντ Λονμάουθ έπειτα. Όταν κέρδισαν τα σπιρούνια τους, τους έχρισε ο ίδιος ιππότες και παρέμειναν στενοί του φίλοι. Ο νεαρός Άρχοντας Κόννινγκτον ήταν στενός φίλος του πρίγκιπα επίσης, αλλά ο παλιότερος φίλος του ήταν ο Άρθουρ Ντέυν.»
«Το Σπαθί του Πρωινού!» είπε η Ντάνυ χαρούμενη. «Ο Βισέρυς μιλούσε για τη θαυματουργή λευκή του λεπίδα. Έλεγε πως ο Σερ Άρθουρ ήταν ο μόνος ιππότης στο βασίλειο που ήταν ισότιμος του αδελφού μας.»
Ο Ασπρογένης έσκυψε το κεφάλι του. «Δεν είναι η θέση μου να αμφισβητώ τα λόγια του Πρίγκιπα Βισέρυς.»
«Βασιλιά» τον διόρθωσε η Ντάνυ. «Ήταν βασιλιάς, αν και ποτέ δε βασίλεψε. Ο Βισέρυς, ο τρίτος του ονόματός του. Αλλά τι εννοείς;» Η απάντησή του δεν ήταν αυτή που περίμενε. «Ο Σερ Τζόρα αποκάλεσε τον Ραίγκαρ τελευταίο δράκο κάποτε. Πρέπει να ήταν φοβερός πολεμιστής για να τον αποκαλούν έτσι, σωστά;»
«Μεγαλειότατη» είπε ο Ασπρογένης «Ο Πρίγκιπας του Ντράγκονστοουν ήταν πολύ δυνατός πολεμιστής, αλλά ... »
«Συνέχισε» τον παρακίνησε. «Μπορείς να μου μιλήσεις ελεύθερα.»
«Όπως προστάζεις.» Ο ηλικιωμένος έγειρε πάνω στο ραβδί του από σκληρό ξύλο και ύψωσε το φρύδι του. «Ένας απαράμιλλος πολεμιστής ... είναι πολύ ωραία λόγια, αλλά τα λόγια δεν κερδίζουν μάχες.»
«Τα σπαθιά κερδίζουν τις μάχες» είπε απότομα ο Σερ Τζόρα. «Και ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ ήξερε πώς να τα χρησιμοποιεί.»
«Ναι, σερ, αλλά ... έχω δει εκατοντάδες κονταρομαχίες και περισσότερους πολέμους απ' όσους θα ήθελα. Όσο δυνατός, γρήγορος ή ικανός και να είναι ένας ιππότης, υπάρχουν άλλοι ισάξιοί του. Ένας άντρας κερδίζει μια κονταρομαχία και πέφτει γρήγορα στην επόμενη. Ένα γλιστερό σημείο στο χορτάρι μπορεί να σημαίνει ήττα, ή τι έφαγες στο δείπνο σου το προηγούμενο βράδυ. Μια αλλαγή στην κατεύθυνση του ανέμου μπορεί να φέρει το δώρο της νίκης.» Κοίταξε τον Σερ Τζόρα. «'Η η εύνοια μιας αρχόντισσας στο χέρι ενός πολεμιστή.»
Το πρόσωπο του Μόρμοντ σκοτείνιασε. «Πρόσεχε τι λες, γέρο.»
Ο Άρσταν είχε δει τον Σερ Τζόρα να πολεμάει στο Λάννισπορτ, κατάλαβε η Ντάνυ, στην κονταρομαχία που ο Μόρμοντ είχε κερδίσει με την εύνοια μιας αρχόντισσας δεμένης στο μπράτσο του. Είχε κερδίσει και την αρχόντισσα• τη Λυνές του Οίκου Χάιταουερ, τη δεύτερη γυναίκα του, ευγενικής καταγωγής και όμορφη ... Αλλά τον κατέστρεψε και τον εγκατέλειψε, η ανάμνησή της του έφερνε πίκρα τώρα.
«Να είσαι ευγενικός, ιππότη μου.» Έπιασε το μπράτσο του Τζόρα. «Ο Άρσταν δεν ήθελε να σε προσβάλει, είμαι σίγουρη γι' αυτό.»
«Ό,τι πεις, Καλήσι.» Η φωνή του Σερ Τζόρα έκρυβε θυμό.
Η Ντάνυ στράφηκε πάλι στον ιπποκόμο. «Δεν ξέρω πολλά για τον Ραίγκαρ. Μόνο τις ιστορίες που έλεγε ο Βισέρυς, κι ήταν μικρός όταν πέθανε ο αδελφός μας. Πώς ήταν στην πραγματικότητα;»
Ο ηλικιωμένος άντρας σκέφτηκε για μια στιγμή. «Ικανός. Αυτό πάνω απ' όλα. Αποφασισμένος, μεθοδικός, άνθρωπος του καθήκοντος, έντιμος. Λένε μια ιστορία γι' αυτόν ... αλλά αναμφίβολα ο Σερ Τζόρα τη γνωρίζει.»
«Θέλω να την ακούσω από σένα.»
«Όπως επιθυμείς» είπε ο Ασπρογένης. «Ως αγόρι, ο Πρίγκιπας του Ντράγκονστοουν ήταν βιβλιοφάγος. Διάβαζε από τόσο νωρίς που κάποιοι έλεγαν πως η Βασίλισσα Ραίλλα πρέπει να είχε καταπιεί μερικά βιβλία κι ένα κερί όσο τον είχε στην κοιλιά της. Ο Ραίγκαρ δεν ενδιαφερόταν για τα παιχνίδια των άλλων παιδιών. Οι μέιστερ είχαν εντυπωσιαστεί από την εξυπνάδα του, αλλά οι ιππότες του πατέρα του αστειεύονταν πικρόχολα πως είχε ξαναγεννηθεί ο Μπαίλορ ο Ευσεβής. Ώσπου μια μέρα ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ βρήκε κάτι στις περγαμηνές του που τον άλλαξε. Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να ήταν, μόνο πως το αγόρι εμφανίστηκε ξαφνικά μια μέρα νωρίς το πρωί στην αυλή την ώρα που οι ιππότες φορούσαν τις πανοπλίες τους. Πήγε στον Σερ Γουίλλεμ Ντάρρυ, τον οπλοδιδάσκαλο, και είπε: "Ζητώ ένα σπαθί και μια πανοπλία. Φαίνεται πως πρέπει να γίνω πολεμιστής".» (Βιβλίο 3α – Θύελλα από Ατσάλι – Παγωμένες Λεπίδες)
«Όταν έρθει η μέρα που θα σηκώσεις τα λάβαρά σου, το μισό Γουέστερος θα είναι μαζί σου» υποσχέθηκε ο Άσπρογένης. «Τον αδελφό σου, τον Ραίγκαρ, τον θυμούνται ακόμα με μεγάλη αγάπη.» (Βιβλίο 3α – Θύελλα από Ατσάλι – Παγωμένες Λεπίδες)
«Δεν μπορώ να κοιμηθώ όταν πεθαίνουν άντρες για μένα, Ασπρογένη, του είπε. «Πες μου κι άλλα για τον αδελφό μου, τον Ραίγκαρ, αν μπορείς. Μου άρεσε η ιστορία που μου είπες στο πλοίο, σχετικά με το πώς αποφάσισε να γίνει πολεμιστής.»
«Η Μεγαλειότατη είναι πολύ ευγενική.»
«Ο Βισέρυς έλεγε πως ο αδελφός μας είχε κερδίσει πολλούς αγώνες.»
Ο Άρσταν έσκυψε το λευκό του κεφάλι με σεβασμό. «Δεν είναι η θέση μου να αρνηθώ τα λόγια του Μεγαλειότατου ... »
«Αλλά;» είπε απότομα η Ντάνυ. «Πες μου. Σε προστάζω.»
«Η ικανότητα του Πρίγκιπα Ραίγκαρ ήταν αναμφισβήτητη, αλλά σπάνια έπαιρνε μέρος. Ποτέ δεν του άρεσε η μουσική των σπαθιών, όπως στον Ρόμπερτ ή στον Τζέιμι Λάννιστερ. Ήταν απλώς κάτι που έπρεπε να κάνει, μια αποστολή που του είχε αναθέσει ο κόσμος. Το έκανε καλά επειδή όλα τα έκανε καλά. Αυτή ήταν η φύση του. Αλλά δεν αντλούσε ευχαρίστηση από αυτό. Οι άντρες έλεγαν πως αγαπούσε την άρπα του πολύ περισσότερο από τη λόγχη του.»
«Σίγουρα θα κέρδισε κάποιους αγώνες» είπε απογοητευμένη η Ντάνυ.
«Όταν ήταν νέος, ο Μεγαλειότατος τα πήγε περίφημα σε μια κονταρομαχία στο Στορμς Εντ, όπου κέρδισε τον Άρχοντα Στέφον Μπαράθηον, τον Άρχοντα Τζέισον Μάλλιστερ, την Κόκκινη Έχιδνα του Ντορν κι ένα μυστηριώδη ιππότη, που αποδείχτηκε πως ήταν ο διαβόητος Σάιμον Τόυν, αρχηγός των παρανόμων του Βασιλικού Δάσους. Νίκησε δώδεκα άντρες, συμπεριλαμβανομένου του Σερ Άρθουρ Ντέυν, εκείνη την ημέρα.»
«Ήταν πρωταθλητής, λοιπόν;»
«'Οχι, Μεγαλειότατη. Αυτή η τιμή πήγε σε έναν άλλο ιππότη της Βασιλικής Φρουράς που έριξε τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ από το άλογό του στην τελική κονταρομαχία.» Η Ντάνυ δεν ήθελε να το ακούσει αυτό. «Ποιους αγώνες κέρδισε όμως ο αδελφός μου;»
«Μεγαλειότατη.» Ο γέρος δίστασε για μια στιγμή. «Κέρδισε τους μεγαλύτερους αγώνες απ' όλους.»
«Ποιοι ήταν αυτοί;» απαίτησε να μάθει η Ντάνυ.
«Τους αγώνες που διοργάνωσε ο Άρχοντας Γουέντ στο Χάρρενχαλ δίπλα στο Μάτι του Θεού, τη χρονιά της ψεύτικης άνοιξης. Ήταν σημαντικό γεγονός. Εκτός από τις κονταρομαχίες, υπήρχε κι ένας αγώνας πάλης παλαιού τύπου, όπου συμμετείχαν επτά ομάδες ιπποτών, καθώς και τοξοβολία και ρίψη τσεκουριών, ιπποδρομίες, αγώνες βάρδων, μια θεατρική παράσταση και πολλές γιορτές και γλέντια. Ο Άρχοντας Γουέντ δεν ήταν μόνο πλούσιος, αλλά και ανοιχτοχέρης. Τα πλουσιοπάροχα βραβεία που διακήρυξε προσέλκυσαν εκατοντάδες διαγωνιζόμενους. Ακόμα και ο άρχοντας πατέρας σου ήρθε στο Χάρρενχαλ, ενώ είχε χρόνια ολόκληρα να φύγει μακριά από το Κόκκινο Φρούριο. Οι μεγαλύτεροι άρχοντες και οι πιο ξακουστοί πρόμαχοι των Επτά Βασιλείων συμμετείχαν στους αγώνες και ο Πρίγκιπας του Ντράγκονστοουν τους κέρδισε όλους.»
«Μα αυτοί ήταν οι αγώνες όπου έστεψε τη Λυάννα Σταρκ βασίλισσα της αγάπης και της ομορφιάς!» είπε η Ντάνυ. «Ήταν εκεί η Πριγκίπισσα Έλια, η σύζυγός του, όμως ο αδελφός μου έδωσε το στέμμα στο κορίτσι των Σταρκ κι αργότερα την έκλεψε από το μνηστήρα της. Πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό; Τόσο άσχημα του φερόταν η γυναίκα από το Ντορν;»
«Δεν είναι η θέση μου να ξέρω τι είχε στην καρδιά του ο αδελφός σου, Μεγαλειότατη. Η Πριγκίπισσα Έλια ήταν μια καλή και σπλαχνική αρχόντισσα, μολονότι η υγεία της ήταν πάντα εύθραυστη.»
Η Ντάνυ τράβηξε τη λεοντή στους ώμους της. «Ο Βισέρυς είπε κάποτε πως ήταν δικό μου λάθος, επειδή γεννήθηκα πολύ αργά.» Το είχε αρνηθεί με σθένος, θυμόταν, φτάνοντας στο σημείο να πει στον Βισέρυς πως ήταν δικό του το λάθος που δεν είχε γεννηθεί κορίτσι. Την έδειρε αλύπητα γι' αυτή της την αυθάδεια. «Αν είχα γεννηθεί εγκαίρως, είχε πει, ο Ραίγκαρ θα είχε παντρευτεί εμένα αντί για την Έλια κι όλα θα ήταν διαφορετικά. Αν ο Ραίγκαρ ήταν ευτυχισμένος με τη σύζυγό του δε θα χρειαζόταν το κορίτσι των Σταρκ.»
«Ίσως, Μεγαλειότατη.» Ο Ασπρογένης έκανε μια μικρή παύση. «Αλλά δεν είμαι σίγουρος πως ήταν στη φύση του Ραίγκαρ να είναι ευτυχισμένος.»
«Τον κάνεις να ακούγεται πολύ στριφνός» διαμαρτυρήθηκε η Ντάνυ.
«'Οχι στριφνός, όχι, αλλά ... υπήρχε μια μελαγχολία στον Πρίγκιπα Ραίγκαρ, μια αίσθηση ... » Ο γέρος δίστασε και πάλι.
«Πες το» τον προέτρεψε. «Μια αίσθηση ... ;»
« ... του ολέθρου. Είχε γεννηθεί σε περίοδο θλίψης, βασίλισσά μου, κι αυτή η σκιά κρεμόταν από πάνω του σε όλη του τη ζωή.»
Ο Βισέρυς είχε μιλήσει μόνο μια φορά για τη γέννηση του Ραίγκαρ. Ίσως η ιστορία να τον έθλιβε πάρα πολύ. Ήταν η σκιά του Σάμερχωλ που τον κατάτρυχε, έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Ωστόσο, το Σάμερχωλ ήταν το μέρος που αγαπούσε περισσότερο ο πρίγκιπας. Πήγαινε εκεί κατά περιόδους, με την άρπα του μοναδική συντροφιά του. Ακόμα και οι ιππότες της Βασιλικής Φρουράς δεν τον ακολουθούσαν εκεί πέρα. Του άρεσε να κοιμάται στο ερειπωμένο κάστρο, κάτω από το φεγγάρι και τ' αστέρια, κι όποτε επέστρεφε έφερνε μαζί του ένα καινούριο τραγούδι. Όταν τον άκουγες να παίζει την άρπα του με τις ασημένιες χορδές και να τραγουδάει για το λυκόφως, για δάκρυα και για το θάνατο βασιλιάδων, δεν μπορούσες παρά να νιώθεις πως τραγουδούσε για τον εαυτό του και αυτούς που αγαπούσε.»
«Και ο Σφετεριστής; Έπαιζε κι αυτός θλιβερά τραγούδια;»
Ο Άρσταν γέλασε πικρόχολα. «Ο Ρόμπερτ; Εκείνου του άρεσαν τραγούδια που τον έκαναν να γελάει, όσο πιο σκαμπρόζικα τόσο το καλύτερο. Τραγουδούσε μόνο όταν ήταν μεθυσμένος και τότε οι πιο πιθανές επιλογές ήταν το Ένα Βαρελάκι Μπίρα ή το Πενήντα τέσσερα βαρέλια ή το Η Αρκούδα και η Όμορφη Κόρη. Ο Ρόμπερτ ήταν πολύ ... » (Βιβλίο 3β - Θύελλα από Ατσάλι- Ματωμένο Χρυσάφι)
«Κι όμως, μου είπατε ψέματα, με εξαπατήσατε και με προδώσατε.» Στράφηκε στον Σερ Μπάρρισταν. «Προστάτευες τον πατέρα μου πολλά χρόνια, πολέμησες δίπλα στον αδελφό μου στην Τρίαινα, αλλά εγκατέλειψες τον Βισέρυς στην εξορία του και υποτάχθηκες στο Σφετεριστή. Γιατί; Και πες μου την αλήθεια.»
«Μερικές αλήθειες είναι πολύ πικρές. Ο Ρόμπερτ ήταν ένας ... καλός ιππότης ... ευγενικός, γενναίος ... μου χάρισε τη ζωή, καθώς και τις ζωές πολλών άλλων ... Ο Πρίγκιπας Βισέρυς ήταν μονάχα ένα αγόρι και θα περνούσαν χρόνια ώσπου να είναι σε θέση να βασιλέψει και ... συγχώρεσέ με, βασίλισσά μου, αλλά ζήτησες την αλήθεια ... Ακόμα και ως παιδί, ο αδελφός σου ο Βισέρυς έμοιαζε να είναι γιος του πατέρα του με κάποιους τρόπους που ο Ραίγκαρ δεν ήταν.»
«Γιος του πατέρα του;» Η Ντάνυ συνοφρυώθηκε. «Τι σημαίνει αυτό;»
Ο ηλικιωμένος ιππότης δεν ανοιγόκλεισε καν τα μάτια του. «Ο πατέρας σου αποκαλείται Παράφρων Βασιλιάς στο Γουέστερος. Δε σου το έχει πει κανένας;»
«Μου το είπε ο Βισέρυς.» Ο Παράφρων Βασιλιάς. «Ο Σφετεριστής τον αποκάλεσε έτσι, ο Σφετεριστής και τα σκυλιά του.» Ο Παράφρων Βασιλιάς. «Ήταν ψέμα.»
«Γιατί ζητάς την αλήθεια» είπε χαμηλόφωνα ο Σερ Μπάρρισταν «αν κλείνεις τ' αυτιά σου σ' αυτή;» Δίστασε για μια στιγμή και μετά συνέχισε: «Σου έχω ξαναπεί πως χρησιμοποίησα ψευδώνυμο για να μη μάθουν οι Λάννιστερ πως είμαι μαζί σου. Αυτό ήταν μόνο ένα μέρος της αλήθειας, Μεγαλειότατη. Η αλήθεια είναι πως ήθελα να σε παρακολουθήσω για λίγο καιρό, προτού θέσω το σπαθί μου στη διάθεσή σου. Για να σιγουρευτώ πως δεν ήσουν ... »
« ... κόρη του πατέρα μου;» Αν δεν ήταν κόρη του πατέρα της, ποια ήταν τότε;
« ... τρελή» τελείωσε τη φράση του εκείνος. «Αλλά δε βλέπω κανένα παράξενο σημάδι πάνω σου.»
«Σημάδι;» Η Ντάνυ ανατρίχιασε.
«Δεν είμαι μέιστερ για να σου λέω ιστορικά, Μεγαλειότατη. Τα σπαθιά ήταν όλη μου η ζωή, όχι τα βιβλία. Κάθε παιδί γνωρίζει, όμως, πως οι Ταργκάρυεν πάντα χόρευαν στο χείλος της παραφροσύνης. Ο πατέρας σου δεν ήταν ο πρώτος. Ο Βασιλιάς Τζαιχαίρυς μου είπε κάποτε πως η παραφροσύνη και το μεγαλείο είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Κάθε φορά που γεννιέται ένας Ταργκάρυεν, είπε, οι θεοί ρίχνουν το νόμισμα στον αέρα και ο κόσμος κρατάει την ανάσα του ώσπου να δει με ποια πλευρά θα προσγειωθεί στο έδαφος.» (Βιβλίο 3β - Θύελλα από Ατσάλι- Ματωμένο Χρυσάφι)
Ερωτήσεις; Είχε εκατό, χίλιες, δέκα χιλιάδες. Γιατί δεν μπορούσε να σκεφτεί ούτε μία; «Ο πατέρας μου ήταν πραγματικά παράφρων;» ξεστόμισε. Γιατί το ρωτάω αυτό; «Ο Βισέρυς έλεγε πως αυτό ήταν ένα σχέδιο του Σφετεριστή ... »
«Ο Βισέρυς ήταν ένα παιδί και η βασίλισσα τον προστάτευε όσο περισσότερο μπορούσε. Ο πατέρας σου πάντα είχε μια μικρή παραφροσύνη μέσα του, το πιστεύω τώρα. Ήταν όμως γοητευτικός και γενναιόδωρος, έτσι οι διαλείψεις του αγνοούνταν. Η βασιλεία του άρχισε με τόσες υποσχέσεις ... αλλά με το πέρασμα των χρόνων, οι διαλείψεις έγιναν πιο συχνές, ώσπου ... »
Η Ντάνυ τον σταμάτησε. «Χρειάζεται να το ακούσω αυτό τώρα;»
Ο Σερ Μπάρρισταν σκέφτηκε για μια στιγμή. «Ίσως όχι. Όχι τώρα.»
«Όχι τώρα» συμφώνησε εκείνη. «Μια μέρα. Κάποια μέρα πρέπει να μου τα πεις όλα. Τα καλά και τα κακά. Υπάρχει κάτι καλό να μου πεις για τον πατέρα μου, έτσι δεν είναι;»
«Υπάρχει, Μεγαλειότατη. Γι' αυτόν και όσους ήταν πριν από αυτόν. Τον παππού σου, τον Τζαιχαίρυς, και τον αδελφό του, τον πατέρα τους τον Αίγκον, τη μητέρα σου ... και τον Ραίγκαρ. Γι' αυτόν περισσότερο απ' όλους.»
«Εύχομαι να τον είχα γνωρίσει.» Η φωνή της φανέρωνε θλίψη.
«Μακάρι να σε είχε γνωρίσει κι εκείνος» είπε ο ηλικιωμένος ιππότης. «Όταν θα είσαι έτοιμη θα σου τα πω όλα.» (Βιβλίο 3β - Θύελλα από Ατσάλι- Ματωμένο Χρυσάφι)
«Ενενήντα μέρες είναι πολύς καιρός. Ο Χίζνταρ μπορεί να αποτύχει. Κι αν αποτύχει, η απόπειρα μάς κερδίζει χρόνο. Χρόνο για να κάνουμε συμμαχίες, να ενισχύσουμε τις άμυνές μας, να -»
«Κι αν δεν αποτύχει; Τι θα κάνει τότε η Μεγαλειότητά σου;»
«Το καθήκον της.» Η λέξη ήταν κρύα στα χείλη της. «Είδες τον αδερφό μου τον Ραίγκαρ να παντρεύεται. Πες μου, παντρεύτηκε από αγάπη ή καθήκον;»
Ο ηλικιωμένος ιππότης δίστασε. «Η Πριγκίπισσα Έλια ήταν καλή γυναίκα, Μεγαλειοτάτη. Ήταν ευγενική και έξυπνη, με ευγενική καρδιά και γλυκό πνεύμα. Ξέρω ότι ο πρίγκιπας τη συμπαθούσε πολύ.»
Συμπαθούσε, σκέφτηκε η Ντάνυ. Η λέξη τα έλεγε όλα. Θα μπορούσα να συμπαθήσω τον Χίζνταρ ζο Λόρακ εν καιρώ. Ίσως.
Ο Σερ Μπάρρισταν συνέχισε. «Είδα και τον πατέρα σου και τη μητέρα σου να παντρεύονται επίσης. Συγχώρεσέ με, αλλά εκεί δεν υπήρχε καμία συμπάθεια, και το βασίλειο το πλήρωσε ακριβά, βασίλισσά μου.»
«Γιατί παντρεύτηκαν, αν δεν αγαπούσαν ο ένας τον άλλο;»
«Ο παππούς σου το διέταξε. Μια μάγισσα του δάσους του είπε πως ο πρίγκιπας της προφητείας θα ερχόταν από τη γενιά τους.»
«Μια μάγισσα του δάσους;» Η Ντάνυ ήταν έκπληκτη.
«Ήρθε στην αυλή με την Τζέννυ του Όλντστοουνς. Ένα κατσιασμένο πλάσμα, αλλόκοτο στην όψη. Ένας θηλυκός νάνος, έλεγαν οι περισσότεροι, αν και αγαπητή στην Αρχόντισσα Τζέννυ, που ισχυριζόταν πάντα ότι ήταν μία από τα παιδιά του δάσους.»
«Τι απέγινε;»
«Το Σάμερχωλ.» Η λέξη και μόνο θύμιζε θάνατο.
Η Ντάνυ αναστέναξε. «Άφησέ με. Είμαι πολύ κουρασμένη.» (Βιβλίο 5α - Ο Χορός των Δράκων – Το Κάλεσμα της Φλόγας)
Ο Μπάρρισταν Σέλμυ είχε γνωρίσει πολλούς βασιλιάδες. Είχε γεννηθεί κατά τη διάρκεια της ταραχώδους βασιλείας του Αίγκον του Απροσδόκητου, αγαπητού στον απλό λαό, είχε λάβει το χρίσμα του ιππότη από τα χέρια του. Ο γιος του Αίγκον, ο Τζαιχαίρυς, του είχε δώσει το λευκό μανδύα όταν ήταν είκοσι τριών χρόνων, αφότου έσφαξε τον Μαίλυς τον Τερατώδη στον Πόλεμο των Βασιλέων της Δεκάρας. Με αυτόν τον ίδιο μανδύα είχε σταθεί δίπλα στο Σιδερένιο Θρόνο, καθώς η τρέλα καταλάμβανε το γιο του Τζαιχαίρυς, τον Αίρυς. Στάθηκα και είδα και άκουσα, κι όμως δεν έκανα τίποτα.
Αλλά όχι. Αυτό ήταν άδικο. Είχε κάνει το καθήκον του. Κάποιες νύχτες ο Σερ Μπάρρισταν αναρωτιόταν μήπως είχε κάνει το καθήκον του υπερβολικά καλά. Είχε δώσει τους όρκους του ενώπιον θεών και ανθρώπων, δεν μπορούσε να κρατήσει την τιμή του και να τους παραβιάσει ... αλλά η τήρηση αυτών των όρκων είχε γίνει πολύ δύσκολη τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Βασιλιά Αίρυς. Είχε δει πράγματα πολύ οδυνηρά για να τα θυμάται και πάνω από μία φορά είχε αναρωτηθεί πόσο από το αίμα βρισκόταν στα δικά του χέρια. Αν δεν είχε πάει στο Ντάσκεντεϊλ να σώσει τον Αίρυς από τα μπουντρούμια του Άρχοντα Ντάρκλυν, ο βασιλιάς ίσως να είχε πεθάνει εκεί, καθώς ο Τάιγουιν Λάννιστερ λεηλατούσε την πόλη. Ύστερα ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ θα είχε ανέβει στο Σιδερένιο Θρόνο, θεραπεύοντας ίσως το βασίλειο. Το Ντάσκεντεϊλ ήταν η καλύτερη στιγμή του, όμως η ανάμνηση άφηνε πικρή γεύση στο στόμα του.
Ήταν οι αποτυχίες του που τον στοίχειωναν τις νύχτες, όμως. Ο Τζαιχαίpυς, ο Αίρυς, ο Ρόμπερτ. Τρεις νεκροί βασιλιάδες. Ο Ραίγκαρ, που θα ήταν καλύτερος βασιλιάς κι απ' τους τρεις τους. Η Πριγκίπισσα Έλια και τα παιδιά. Ο Αίγκον, ένα μωρό ακόμα, η Ραίνυς με το γατάκι της. Νεκροί, όλοι τους, κι όμως αυτός ζούσε ακόμα, αυτός που είχε ορκιστεί να τους προστατεύει. Και τώρα η Νταινέρυς, η λαμπερή νεαρή βασίλισσά του. Δεν είναι νεκρή. Δε θα το πιστέψω. (Βιβλίο 5β - Ο Χορός των Δράκων – Το Σπαθί στο Σκοτάδι)
«Θα κλάψει, θα μαδήσει τα μαλλιά της και θα καταραστεί το Γιουνκάι. Όχι εμάς. Το αίμα δε θα είναι στα δικά μας χέρια. Μπορείς να την παρηγορήσεις. Πες της κάποια ιστορία από τα παλιά, της αρέσουν αυτές. Ο φτωχός Νταάριο, ο γενναίος της λοχαγός ... δε θα τον ξεχάσει ποτέ, όχι ... αλλά καλύτερα για όλους μας αν είναι νεκρός, έτσι δεν είναι; Καλύτερα και για την Νταινέρυς.»
Καλύτερα για την Νταινέρυς, και για το Γουέστερος. Η Νταινέρυς Ταργκάρυεν αγαπούσε το λοχαγό της, αλλά αυτό ήταν το κορίτσι μέσα της, όχι η βασίλισσα. Ο πρίγκιπας Ραίγκαρ αγαπούσε την Αρχόντισσα Λυάννα, και χιλιάδες πέθαναν γι' αυτό. Ο Ντέιμον Μπλάκφαϊρ αγαπούσε την πρώτη Νταινέρυς και ξεσήκωσε επανάσταση, όταν του την αρνήθηκαν. Ο Μπίττερστηλ και το Ματωμένο Κοράκι αγαπούσαν και οι δύο τη Σιέρα Σήσταρ, και τα Επτά Βασίλεια μάτωσαν. Ο Πρίγκιπας της Λιβελλούλης αγαπούσε την Τζένυ του Όλντστοουνς τόσο πολύ, που απαρνήθηκε ένα στέμμα, και το Γουέστεpος πλήρωσε την προίκα της νύφης με πτώματα. Και οι τρεις γιοι του πέμπτου Αίγκον παντρεύτηκαν από έρωτα, ενάντια στις επιθυμίες του πατέρα τους. Και επειδή αυτός ο απροσδόκητος μονάρχης είχε και ο ίδιος ακολουθήσει την καρδιά του όταν διάλεξε τη βασίλισσά του, επέτρεψε στους γιους του να κάνουν το ίδιο, κάνοντας εχθρούς εκεί όπου θα μπορούσε να έχει σταθερούς φίλους. Προδοσία και αναταραχή ακολούθησαν, όπως η νύχτα διαδέχεται τη μέρα, και κατέληξαν στο Σάμερχωλ, με μαγεία, φωτιά και οδύνη. (Βιβλίο 5β - Ο Χορός των Δράκων – Το Σπαθί στο Σκοτάδι)
Συνεχίζεται στην επόμενη ανάρτηση...