...συνέχεια
Μπάρρισταν
Τζέιμι
Σέρσεϊ
Τζον Κόννινγκτον
Τάιγουιν-Όμπερυν-Τύριον
Κήβαν Λάννιστερ
Σάντορ Κλέγκεϊν
Μπραν
Κρέσσεν
Μέιστερ Αίμον
Μπάρρισταν
Show Content
SpoilerΊσως θα έπρεπε να έχει συνηθίσει τέτοια πράγματα τώρα πια. Το Κόκκινο Φρούριο είχε κι αυτό τα μυστικά του. Ακόμα και ο Ραίγκαρ. Ο Πρίγκιπας του Ντράγκονστοουν δεν τον είχε εμπιστευτεί ποτέ όσο τον Άρθουν Ντέυν. Το Χάρρενχαλ ήταν αρκετή απόδειξη. Τη χρονιά της ψεύτικης άνοιξης.
Η ανάμνηση ήταν ακόμα πικρή. Ο γέρος Άρχοντας Γουέντ είχε ανακοινώσει τους αγώνες λίγο μετά την επίσκεψη του αδερφού του, του Σερ Όσγουελ Γουέντ της Βασιλικής Φρουράς. Με τον Βάρυς να ψιθυρίζει στο αυτί του, ο Βασιλιάς Αίρυς πείστηκε ότι ο γιος του συνωμοτούσε να τον εκθρονίσει, ότι οι αγώνες του Γουέντ ήταν απλώς ένα τέχνασμα για να συναντηθεί ο Ραίγκαρ με όσο περισσότερους από τους μεγάλους άρχοντες μπορούσε να μαζέψει. Ο Αίρυς δεν είχε πατήσει πόδι έξω από το Κόκκινο Φρούριο από το Ντάσκεντεϊλ και μετά, όμως ξαφνικά ανακοίνωσε ότι θα συνόδευε τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ στο Χάρρενχαλ, και τα πάντα είχαν πάει στραβά από 'κει και πέρα.
Αν ήμουν πιο άξιος ιππότης ... αν είχα γκρεμίσει τον πρίγκιπα από το άλογό του σε εκείνη την τελευταία διαδρομή, όπως είχα ρίξει τόσους άλλους, θα έπεφτε σ' εμένα να διαλέξω τη βασίλισσα της αγάπης και της ομορφιάς ...
Ο Ραίγκαρ είχε διαλέξει τη Λυάννα Σταρκ του Γουίντερφελ. Ο Μπάρρισταν Σέλμυ θα έκανε διαφορετική επιλογή. Όχι τη βασίλισσα, η οποία δεν ήταν παρούσα. Όχι την Έλια του Ντορν, αν και ήταν καλή και ευγενική• αν είχε επιλεγεί εκείνη, πολλά δεινά θα είχαν ίσως αποφευχθεί. Η επιλογή του θα ήταν μία νεαρή αρχόντισσα που δεν ήταν πολύ καιρό στην αυλή, μία από τις συντρόφους της Έλια ... αν και συγκρινόμενη με την Ασάρα Ντέυν, η πριγκίπισσα του Ντορν ήταν μια πλύστρα.
Ακόμα και ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια ο Σερ Μπάρρισταν μπορούσε ακόμα να θυμηθεί το χαμόγελο της Ασάρα, τον ήχο του γέλιου της. Δεν είχε παρά να κλείσει τα μάτια του για να τη δει, με τα μακριά μαύρα μαλλιά της να πέφτουν στους ώμους της και εκείνα τα μοβ μάτια που σε στοίχειωναν. Η Νταινέρυς έχει τα ίδια μάτια. Μερικές φορές, όταν τον κοιτούσε η βασίλισσα, ένιωθε σαν να έβλεπε την κόρη της Ασάρα ...
Αλλά η κόρη της Ασάρα είχε πεθάνει στη γέννα, και η όμορφη αρχόντισσά του είχε ριχτεί από έναν πύργο λίγο αργότερα, τρελαμένη από τη θλίψη για την κόρη που είχε χάσει, ίσως και για τον άντρα που την είχε ατιμάσει στο Χάρρενχαλ επίσης. Πέθανε χωρίς να μάθει ποτέ ότι ο Σερ Μπάρρισταν την αγαπούσε. Πώς μπορούσε να το ξέρει; Ήταν ένας ιππότης της Βασιλικής Φρουράς, είχε ορκιστεί αγνότητα. Δε θα ωφελούσε σε τίποτα να της μιλήσει για τα αισθήματά του. Αλλά ούτε και η σιωπή ωφέλησε σε κάτι. Αν είχα ρίξει τον Ραίγκαρ και έστεφα την Ασάρα βασίλισσα της αγάπης και της ομορφιάς, μήπως θα είχε κοιτάξει εμένα αντί για τον Σταρκ;
Δε θα το μάθαινε ποτέ. Από όλες τις αποτυχίες του, όμως, καμία δε στοίχειωνε τον Μπάρρισταν Σέλμυ όπως αυτή. (Βιβλίο 5β - Ο Χορός των Δράκων – Το Σπαθί στο Σκοτάδι)
Η ανάμνηση ήταν ακόμα πικρή. Ο γέρος Άρχοντας Γουέντ είχε ανακοινώσει τους αγώνες λίγο μετά την επίσκεψη του αδερφού του, του Σερ Όσγουελ Γουέντ της Βασιλικής Φρουράς. Με τον Βάρυς να ψιθυρίζει στο αυτί του, ο Βασιλιάς Αίρυς πείστηκε ότι ο γιος του συνωμοτούσε να τον εκθρονίσει, ότι οι αγώνες του Γουέντ ήταν απλώς ένα τέχνασμα για να συναντηθεί ο Ραίγκαρ με όσο περισσότερους από τους μεγάλους άρχοντες μπορούσε να μαζέψει. Ο Αίρυς δεν είχε πατήσει πόδι έξω από το Κόκκινο Φρούριο από το Ντάσκεντεϊλ και μετά, όμως ξαφνικά ανακοίνωσε ότι θα συνόδευε τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ στο Χάρρενχαλ, και τα πάντα είχαν πάει στραβά από 'κει και πέρα.
Αν ήμουν πιο άξιος ιππότης ... αν είχα γκρεμίσει τον πρίγκιπα από το άλογό του σε εκείνη την τελευταία διαδρομή, όπως είχα ρίξει τόσους άλλους, θα έπεφτε σ' εμένα να διαλέξω τη βασίλισσα της αγάπης και της ομορφιάς ...
Ο Ραίγκαρ είχε διαλέξει τη Λυάννα Σταρκ του Γουίντερφελ. Ο Μπάρρισταν Σέλμυ θα έκανε διαφορετική επιλογή. Όχι τη βασίλισσα, η οποία δεν ήταν παρούσα. Όχι την Έλια του Ντορν, αν και ήταν καλή και ευγενική• αν είχε επιλεγεί εκείνη, πολλά δεινά θα είχαν ίσως αποφευχθεί. Η επιλογή του θα ήταν μία νεαρή αρχόντισσα που δεν ήταν πολύ καιρό στην αυλή, μία από τις συντρόφους της Έλια ... αν και συγκρινόμενη με την Ασάρα Ντέυν, η πριγκίπισσα του Ντορν ήταν μια πλύστρα.
Ακόμα και ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια ο Σερ Μπάρρισταν μπορούσε ακόμα να θυμηθεί το χαμόγελο της Ασάρα, τον ήχο του γέλιου της. Δεν είχε παρά να κλείσει τα μάτια του για να τη δει, με τα μακριά μαύρα μαλλιά της να πέφτουν στους ώμους της και εκείνα τα μοβ μάτια που σε στοίχειωναν. Η Νταινέρυς έχει τα ίδια μάτια. Μερικές φορές, όταν τον κοιτούσε η βασίλισσα, ένιωθε σαν να έβλεπε την κόρη της Ασάρα ...
Αλλά η κόρη της Ασάρα είχε πεθάνει στη γέννα, και η όμορφη αρχόντισσά του είχε ριχτεί από έναν πύργο λίγο αργότερα, τρελαμένη από τη θλίψη για την κόρη που είχε χάσει, ίσως και για τον άντρα που την είχε ατιμάσει στο Χάρρενχαλ επίσης. Πέθανε χωρίς να μάθει ποτέ ότι ο Σερ Μπάρρισταν την αγαπούσε. Πώς μπορούσε να το ξέρει; Ήταν ένας ιππότης της Βασιλικής Φρουράς, είχε ορκιστεί αγνότητα. Δε θα ωφελούσε σε τίποτα να της μιλήσει για τα αισθήματά του. Αλλά ούτε και η σιωπή ωφέλησε σε κάτι. Αν είχα ρίξει τον Ραίγκαρ και έστεφα την Ασάρα βασίλισσα της αγάπης και της ομορφιάς, μήπως θα είχε κοιτάξει εμένα αντί για τον Σταρκ;
Δε θα το μάθαινε ποτέ. Από όλες τις αποτυχίες του, όμως, καμία δε στοίχειωνε τον Μπάρρισταν Σέλμυ όπως αυτή. (Βιβλίο 5β - Ο Χορός των Δράκων – Το Σπαθί στο Σκοτάδι)
Τζέιμι
Show Content
SpoilerΟ Τζέιμι γέμισε το τελευταίο μισό κύπελλο κρασί. «Πήγε στο Κόκκινο Φρούριο με λίγους συντρόφους, φωνάζοντας στον Πρίγκιπα Ραίγκαρ να βγει έξω για να πεθάνει. Όμως ο Ραίγκαρ δεν ήταν εκεί. Ο Αίρυς έστειλε τους φρουρούς του να τους συλλάβουν όλους γιατί συνωμοτούσαν για να δολοφονήσουν το γιο του. Μου φαίνεται ότι και οι άλλοι ήταν αρχοντόπουλα.»
«Ο Ήθαν Γκλόβερ ήταν ο ακόλουθος του Μπράντον» είπε η Κάτλυν. «'Ηταν ο μόνος που επέζησε. Οι άλλοι ήταν ο Τζέφορυ Μάλλιστερ, ο Κάιλ Ρόυς και ο Έλμπερτ Άρρυν, ανιψιός και διάδοχος του Τζον Άρρυν.» Παράξενο που θυμόταν ακόμα τα ονόματα, ύστερα από τόσα χρόνια. «Ο Αίρυς τούς κατηγόρησε για προδοσία και κάλεσε τους πατεράδες τους στην αυλή, για να απαντήσουν στην κατηγορία, κρατώντας ομήρους τους γιους. Όταν ήρθαν, έβαλε να τους δολοφονήσουν χωρίς δίκη. Πατεράδες και γιους μαζί.»
«Έγιναν δίκες. Ο Άρχοντας Ρίκαρντ ζήτησε τη δοκιμασία της μονομαχίας και ο βασιλιάς τού την παραχώρησε. Ο Σταρκ οπλίστηκε για μάχη, υπολογίζοντας να πολεμήσει με κάποιον από τη Βασιλική Φρουρά. Μ' εμένα ίσως. Αντί γι' αυτό, τον πήραν στην Αίθουσα του Θρόνου και τον κρέμασαν από τα δοκάρια, ενώ δύο πυρομάντεις του Αίρυς άναβαν φωτιά από κάτω του. Ο βασιλιάς τού είπε ότι πρόμαχος του Οίκου Ταργκάρυεν ήταν η φωτιά. Έτσι, το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ο Άρχοντας Ρίκαρντ για να αποδείξει την αθωότητά του ήταν να ... μην καεί. (Σύγκρουση Βασιλέων)
Αιωρούνταν μέσα στη ζέστη, στις αναμνήσεις. «Αφού ο γρύπας που χορεύει έχασε τη Μάχη των Κωδώνων, ο Αίρυς τον εξόρισε.»
Γιατί τα λέω σ' αυτό το παράλογο άσχημο παιδί; «Είχε τελικά συνειδητοποιήσει πως ο Ρόμπερτ δεν ήταν πια ο παράνομος που θα τον νικούσαν όποτε ήθελαν, αλλά η μεγαλύτερη απειλή που είχε αντιμετωπίσει ο Οίκος Ταργκάρυεν από τον καιρό του Ντέιμον Μπλάκφαϊρ. Ο βασιλιάς υπενθύμισε με μεγάλη αγένεια στον Λέουιν Μαρτέλ πως κρατούσε την Έλια και τον έστειλε να ηγηθεί των δέκα χιλιάδων αντρών από το Ντορν που έρχονταν από τη Βασιλική Οδό. Ο Τζον Ντάρρυ και ο Μπάρρισταν Σέλμυ έφυγαν για το Πέτρινο Σεπτ για να συγκεντρώσουν όσους μπορούσαν από τους άντρες του γρύπα, ενώ ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ επέστρεψε από το Νότο πείθοντας τον πατέρα του να καταπιεί την περηφάνια του και να καλέσει τον πατέρα μου. Αλλά κανένα κοράκι δεν επέστρεψε με μήνυμα από το Κάστερλυ Ροκ, κι αυτό φόβισε ακόμα περισσότερο το βασιλιά. Έβλεπε παντού προδότες και ο Βάρυς ήταν πάντα εκεί για να υποδεικνύει όποιον του είχε ξεφύγει. Έτσι, ο Μεγαλειότατος πρόσταξε τους αλχημιστές του να τοποθετήσουν κιβώτια με υγρή φωτιά σε όλο το Κινγκς Λάντινγκ. Συγκεκριμένα, κάτω από το Σεπτ του Μπαίλορ και στις καλύβες της Ψυλλογειτονιάς, κάτω από στάβλους και αποθήκες, και στις επτά πύλες, ακόμα και στα κελάρια του ίδιου του Κόκκινου Φρούριου.
»Όλα έγιναν με απόλυτη μυστικότητα από μια χούφτα ειδικούς πυρομάντεις. Δεν εμπιστεύονταν καν τους δικούς τους για να τους βοηθήσουν. Τα μάτια της βασίλισσας είχαν κλείσει πολλά χρόνια πριν και ο Ραίγκαρ ήταν απασχολημένος με το να συγκεντρώνει ένα στρατό. Το νέο Χέρι του Αίρυς, όμως, δεν ήταν εντελώς ηλίθιος και με τον Ρόσσαρτ, τον Μπέλις και τον Γκάριγκους να πηγαινοέρχονται μέρα-νύχτα, άρχισε να υποψιάζεται. Τσέλστεντ, έτσι τον έλεγαν, Άρχοντα Τσέλστεντ.» Το είχε θυμηθεί ξαφνικά στη διάρκεια της αφήγησης.
«Θα πίστευα πως ο άντρας αυτός ήταν δειλός, αλλά τη μέρα που ήρθε αντιμέτωπος με τον Αίρυς από κάπου βρήκε κουράγιο. Έκανε ό,τι μπορούσε για να τον αποτρέψει. Χρησιμοποίησε τη λογική, αστειεύτηκε, απείλησε και τελικά ικέτευσε. Όταν κι αυτό απέτυχε, έβγαλε την αλυσίδα που πήγαινε με το αξίωμά του και την πέταξε στο πάτωμα. Ο Αίρυς τον έκαψε ζωντανό γι' αυτό και κρέμασε την αλυσίδα στο λαιμό του Ρόσσαρτ, του αγαπημένου του πυρομάντη. Τον άντρα που είχε ψήσει τον Άρχοντα Ρίκαρντ Σταρκ μέσα στην ίδια του την πανοπλία. Και όλον τον καιρό, εγώ στεκόμουν στην άκρη του Σιδερένιου Θρόνου με το λευκό μου θώρακα, ακίνητος σαν το πτώμα, φρουρώντας τον άρχοντά μου και όλα τα πολύτιμα μυστικά του.
»Οι Ορκισμένοι Αδελφοί μου έλειπαν όλοι, βλέπεις, αλλά στον Αίρυς άρεσε να με έχει κοντά του. Ήμουν γιος του πατέρα μου, οπότε δε με εμπιστευόταν. Με ήθελε κοντά για να με παρακολουθεί ο Βάρυς, μέρα και νύχτα. Έτσι, τα άκουσα όλα.» Θυμήθηκε πώς έλαμπαν τα μάτια του Ρόσσαρτ όταν ξετύλιξε τους χάρτες του για να δείξει πού έπρεπε να τοποθετηθεί η ουσία. Ο Γκάριγκους και ο Μπέλις ένιωθαν το ίδιο. «Ο Ραίγκαρ αντιμετώπισε τον Ρόμπερτ στην Τρίαινα και ξέρεις τι συνέβη εκεί. Μόλις μαθεύτηκαν τα νέα στην αυλή, ο Αίρυς έστειλε αμέσως τη βασίλισσα στο Ντράγκονστοουν μαζί με τον Πρίγκιπα Βισέρυς. Θα έφευγε και η Πριγκίπισσα Έλια, αλλά το απαγόρευσε. Για κάποιο λόγο τού είχε μπει η ιδέα ότι ο Πρίγκιπας Λέουιν πρέπει να είχε προδώσει τον Ραίγκαρ στην Τρίαινα, αλλά πίστευε πως θα του έμενε πιστό το Ντορν, αν κρατούσε δίπλα του την Έλια και τον Αίγκον. Οι προδότες θέλουν την πόλη μου, τον άκουσα να λέει στον Ρόσσαρτ, αλλά θα τους δώσω μόνο στάχτες. Άσε τον Ρόμπερτ να βασιλέψει στα απανθρακωμένα οστά και στην καμένη σάρκα. Οι Ταργκάρυεν δεν έθαβαν ποτέ τους νεκρούς τους, τους έκαιγαν. Ο Αίρυς θα είχε τη μεγαλύτερη πυρά απ' όλους. Αλλά, για να λέμε την αλήθεια, δεν πιστεύω πως περίμενε στ' αλήθεια να πεθάνει. Όπως ο Πύρινος Αίριον, ο Αίρυς πίστευε πως η φωτιά θα τον μεταμόρφωνε ... πως θα ξαναγεννιόταν σαν δράκος και θα μετέτρεπε σε στάχτες όλους τους εχθρούς του.
»Ο Νεντ Σταρκ έτρεχε νότια με την εμπροσθοφυλακή του Ρόμπερτ, αλλά οι δυνάμεις του πατέρα μου έφτασαν πρώτες στην πόλη. Ο Παϊσέλ έπεισε το βασιλιά πως ο Φύλακας της Δύσης είχε έρθει για να τον υπερασπιστεί, έτσι άνοιξε τις πύλες. Ήταν η μοναδική φορά που έπρεπε να είχε ακούσει τον Βάρυς, κι εκείνος τον αγνόησε. Ο πατέρας μου δεν είχε συμμετάσχει στον πόλεμο, χολωμένος με όλα όσα του είχε κάνει ο Αίρυς, κι ήταν αποφασισμένος πως ο Οίκος Λάννιστερ έπρεπε να είναι με τους νικητές. Η Τρίαινα τον έκανε να αποφασίσει.
»Έλαχε σ' εμένα να κρατήσω το Κόκκινο Φρούριο, αλλά ήξερα πως ήμασταν χαμένοι. Έστειλα μήνυμα στον Αίρυς ζητώντας του την άδεια να συνθηκολογήσω. Ο απεσταλμένος επέστρεψε με μια βασιλική διαταγή: "Φέρε μου το κεφάλι του πατέρα σου, αν δεν είσαι προδότης". Ο Αίρυς δε θα υποχωρούσε. Ο απεσταλμένος μου είπε πως ήταν μαζί του ο Άρχοντας Ρόσσαρτ. Ήξερα τι σήμαινε αυτό.
»Όταν συνάντησα τον Ρόσσαρτ, ήταν ντυμένος σαν απλός στρατιώτης και προχωρούσε βιαστικά προς την πύλη στο πίσω μέρος του κάστρου. Αυτόν σκότωσα πρώτα. Έπειτα σκότωσα τον Αίρυς, πριν βρει κάποιον άλλο για να μεταφέρει το μήνυμά του στους πυρομάντεις. Κάποιες μέρες αργότερα καταδίωξα τους υπόλοιπους και τους σκότωσα κι αυτούς. Ο Μπέλις μού πρόσφερε χρυσό και ο Γκάριγκους έκλαιγε και ζητούσε έλεος. Ένα σπαθί δείχνει περισσότερο έλεος από τη φωτιά, αλλά δε νομίζω πως ο Γκάριγκους εκτίμησε ιδιαίτερα την καλοσύνη που του έδειξα.» (Βιβλίο 3α – Θύελλα από Ατσάλι – Παγωμένες Λεπίδες)
Η Μπριέν τον άγγιξε στο μπράτσο. «Υπάρχουν κι άλλοι.» Τους είδε κι εκείνος. Του φάνηκε πως φορούσαν όλοι πανοπλίες από χιόνι, ενώ κορδέλες από ομίχλη ανέμιζαν στους ώμους τους. Οι προσωπίδες της περικεφαλαίας τους ήταν κλειστές, αλλά ο Τζέιμι Λάννιστερ δε χρειαζόταν να δει τα πρόσωπά τους για να ξέρει ποιοι ήταν.
Πέντε από αυτούς υπήρξαν αδέλφια του. Ο Όσγουελ Γουέντ και ο Τζον Ντάρρυ. Ο Λέουιν Μαρτέλ, ένας πρίγκιπας του Ντορν. Ο Λευκός Ταύρος, Γκέρολντ Χάιταουερ. Ο Σερ Άρθουρ Ντέυν, το Σπαθί του Πρωινού. Και δίπλα τους, στεφανωμένος από την ομίχλη και τη θλίψη με τα μακριά μαλλιά του να ανεμίζουν πίσω του, ερχόταν ο Ραίγκαρ Ταργκάρυεν, ο Πρίγκιπας του Ντράγκονστοουν και νόμιμος κληρονόμος του Σιδερένιου Θρόνου.
«Δε με φοβίζετε» φώναξε, γυρίζοντας καθώς τον περικύκλωναν. Δεν ήξερε προς τα πού να κοιτάξει. «Θα σας πολεμήσω έναν έναν ή όλους μαζί. Αλλά ποιος θα μονομαχήσει με την κυρά; Θυμώνει όταν την αφήνουμε απέξω.»
«Ορκίστηκα να τον κρατήσω ασφαλή» είπε εκείνη στο φάντασμα του Ραίγκαρ. «Έδωσα ιερό όρκο.»
«Όλοι δώσαμε όρκους» είπε θλιβερά ο Σερ Άρθουρ Ντέυν.
Τα φαντάσματα ξεπέζεψαν από τα άλογά τους. Όταν έβγαλαν τα μακριά σπαθιά τους δεν ακούστηκε κανένας ήχος. «Σκόπευε να κάψει την πόλη» είπε ο Τζέιμι. «Να αφήσει μόνο στάχτες στον Ρόμπερτ.»
«Ήταν ο βασιλιάς σου» είπε ο Ντάρρυ.
«Ορκίστηκες να τον προσέχεις» τόνισε ο Γουέντ.
«Τα παιδιά, επίσης» πρόσθεσε ο Πρίγκιπας Λέουιν.
Ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ ανέδυε ένα ψυχρό φως, άλλοτε λευκό, άλλοτε κόκκινο, άλλοτε σκούρο. «Άφησα τη γυναίκα και τα παιδιά μου στα χέρια σου.»
«Δεν πίστευα ποτέ πως θα τους έκανε κακό.» Το σπαθί του Τζέιμι έκαιγε λιγότερο φωτεινό τώρα. «Εγώ ήμουν με το βασιλιά ... »
«Σκότωνες το βασιλιά» τόνισε ο Σερ Άρθουρ.
«Του έκοβες το λαιμό» είπε ο Πρίγκιπας Λέουιν.
«Το βασιλιά για τον οποίο είχες ορκιστεί να πεθάνεις» συμπλήρωσε ο Λευκός Ταύρος.
Οι φλόγες που διέτρεχαν την επιφάνεια της λεπίδας του άρχισαν να τρεμοσβήνουν και ο Τζέιμι θυμήθηκε τι είχε πει η Σέρσεϊ. Όχι. Ο τρόμος τού έκλεισε το λαιμό. Τότε το σπαθί του σκοτείνιασε και έκαιγε μόνο της Μπριέν, καθώς του όρμησαν τα φαντάσματα.
«Όχι» είπε «όχι, όχι, όχι. Όχιιιιιιι!» (Βιβλίο 3β - Θύελλα από Ατσάλι- Ματωμένο Χρυσάφι)
Είχε σηκωθεί αέρας την ημέρα που αποχαιρέτησε τον Ραίγκαρ, στην αυλή του Κόκκινου Φρουρίου. Ο πρίγκιπας είχε φορέσει τη μαύρη σαν τη νύχτα πανοπλία του, με τον τρικέφαλο δράκο σκαλισμένο με ρουμπίνια στο θώρακα. «Υψηλότατε» είχε παρακαλέσει ο Τζέιμι «άφησε τον Ντάρρυ να φυλάξει το βασιλιά αυτή τη φορά, ή τον Σερ Μπάρρισταν. Οι μανδύες τους είναι το ίδιο λευκοί με τον δικό μου.»
Ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ είχε κουνήσει το κεφάλι του. «Ο βασιλιάς πατέρας μου φοβάται τον πατέρα σου περισσότερο από τον ξάδερφό μας τον Ρόμπερτ. Σε θέλει κοντά του, ώστε ο Άρχοντας Τάιγουιν να μην μπορεί να τον βλάψει. Δεν τολμώ να του πάρω αυτό το στήριγμα σε τέτοιες στιγμές.»
Ο θυμός έπνιξε τον Τζέιμι. «Δεν είμαι στήριγμα. Είμαι ένας ιππότης της Βασιλικής Φρουράς.»
«Τότε φύλαξε το βασιλιά» του ρίχτηκε ο Σερ Ντάρρυ. «Όταν φόρεσες αυτό το μανδύα, ορκίστηκες να υπακούς.»
Ο Ραίγκαρ είχε βάλει το χέρι του στον ώμο του Τζέιμι. «Όταν τελειώσει η μάχη, σκοπεύω να συγκαλέσω συμβούλιο. Θα γίνουν αλλαγές. Ήθελα να το κάνω εδώ και καιρό, αλλά ... δεν έχει νόημα να μιλάμε για δρόμους που δεν πήραμε. Θα μιλήσουμε όταν επιστρέψω.»
Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που του είπε ποτέ ο Ραίγκαρ Ταργκάρυεν. Έξω από τις πύλες στρατός είχε μαζευτεί, ενώ ένας άλλος κατέβαινε στην Τρίαινα. Έτσι, ο Πρίγκιπας του Ντράγκονστοουν ανέβηκε στο άλογο, φόρεσε την ψηλή μαύρη περικεφαλαία του και πήγε να συναντήσει το θάνατο. (Βορά Ορνίων)
«Ο Ήθαν Γκλόβερ ήταν ο ακόλουθος του Μπράντον» είπε η Κάτλυν. «'Ηταν ο μόνος που επέζησε. Οι άλλοι ήταν ο Τζέφορυ Μάλλιστερ, ο Κάιλ Ρόυς και ο Έλμπερτ Άρρυν, ανιψιός και διάδοχος του Τζον Άρρυν.» Παράξενο που θυμόταν ακόμα τα ονόματα, ύστερα από τόσα χρόνια. «Ο Αίρυς τούς κατηγόρησε για προδοσία και κάλεσε τους πατεράδες τους στην αυλή, για να απαντήσουν στην κατηγορία, κρατώντας ομήρους τους γιους. Όταν ήρθαν, έβαλε να τους δολοφονήσουν χωρίς δίκη. Πατεράδες και γιους μαζί.»
«Έγιναν δίκες. Ο Άρχοντας Ρίκαρντ ζήτησε τη δοκιμασία της μονομαχίας και ο βασιλιάς τού την παραχώρησε. Ο Σταρκ οπλίστηκε για μάχη, υπολογίζοντας να πολεμήσει με κάποιον από τη Βασιλική Φρουρά. Μ' εμένα ίσως. Αντί γι' αυτό, τον πήραν στην Αίθουσα του Θρόνου και τον κρέμασαν από τα δοκάρια, ενώ δύο πυρομάντεις του Αίρυς άναβαν φωτιά από κάτω του. Ο βασιλιάς τού είπε ότι πρόμαχος του Οίκου Ταργκάρυεν ήταν η φωτιά. Έτσι, το μόνο που χρειαζόταν να κάνει ο Άρχοντας Ρίκαρντ για να αποδείξει την αθωότητά του ήταν να ... μην καεί. (Σύγκρουση Βασιλέων)
Αιωρούνταν μέσα στη ζέστη, στις αναμνήσεις. «Αφού ο γρύπας που χορεύει έχασε τη Μάχη των Κωδώνων, ο Αίρυς τον εξόρισε.»
Γιατί τα λέω σ' αυτό το παράλογο άσχημο παιδί; «Είχε τελικά συνειδητοποιήσει πως ο Ρόμπερτ δεν ήταν πια ο παράνομος που θα τον νικούσαν όποτε ήθελαν, αλλά η μεγαλύτερη απειλή που είχε αντιμετωπίσει ο Οίκος Ταργκάρυεν από τον καιρό του Ντέιμον Μπλάκφαϊρ. Ο βασιλιάς υπενθύμισε με μεγάλη αγένεια στον Λέουιν Μαρτέλ πως κρατούσε την Έλια και τον έστειλε να ηγηθεί των δέκα χιλιάδων αντρών από το Ντορν που έρχονταν από τη Βασιλική Οδό. Ο Τζον Ντάρρυ και ο Μπάρρισταν Σέλμυ έφυγαν για το Πέτρινο Σεπτ για να συγκεντρώσουν όσους μπορούσαν από τους άντρες του γρύπα, ενώ ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ επέστρεψε από το Νότο πείθοντας τον πατέρα του να καταπιεί την περηφάνια του και να καλέσει τον πατέρα μου. Αλλά κανένα κοράκι δεν επέστρεψε με μήνυμα από το Κάστερλυ Ροκ, κι αυτό φόβισε ακόμα περισσότερο το βασιλιά. Έβλεπε παντού προδότες και ο Βάρυς ήταν πάντα εκεί για να υποδεικνύει όποιον του είχε ξεφύγει. Έτσι, ο Μεγαλειότατος πρόσταξε τους αλχημιστές του να τοποθετήσουν κιβώτια με υγρή φωτιά σε όλο το Κινγκς Λάντινγκ. Συγκεκριμένα, κάτω από το Σεπτ του Μπαίλορ και στις καλύβες της Ψυλλογειτονιάς, κάτω από στάβλους και αποθήκες, και στις επτά πύλες, ακόμα και στα κελάρια του ίδιου του Κόκκινου Φρούριου.
»Όλα έγιναν με απόλυτη μυστικότητα από μια χούφτα ειδικούς πυρομάντεις. Δεν εμπιστεύονταν καν τους δικούς τους για να τους βοηθήσουν. Τα μάτια της βασίλισσας είχαν κλείσει πολλά χρόνια πριν και ο Ραίγκαρ ήταν απασχολημένος με το να συγκεντρώνει ένα στρατό. Το νέο Χέρι του Αίρυς, όμως, δεν ήταν εντελώς ηλίθιος και με τον Ρόσσαρτ, τον Μπέλις και τον Γκάριγκους να πηγαινοέρχονται μέρα-νύχτα, άρχισε να υποψιάζεται. Τσέλστεντ, έτσι τον έλεγαν, Άρχοντα Τσέλστεντ.» Το είχε θυμηθεί ξαφνικά στη διάρκεια της αφήγησης.
«Θα πίστευα πως ο άντρας αυτός ήταν δειλός, αλλά τη μέρα που ήρθε αντιμέτωπος με τον Αίρυς από κάπου βρήκε κουράγιο. Έκανε ό,τι μπορούσε για να τον αποτρέψει. Χρησιμοποίησε τη λογική, αστειεύτηκε, απείλησε και τελικά ικέτευσε. Όταν κι αυτό απέτυχε, έβγαλε την αλυσίδα που πήγαινε με το αξίωμά του και την πέταξε στο πάτωμα. Ο Αίρυς τον έκαψε ζωντανό γι' αυτό και κρέμασε την αλυσίδα στο λαιμό του Ρόσσαρτ, του αγαπημένου του πυρομάντη. Τον άντρα που είχε ψήσει τον Άρχοντα Ρίκαρντ Σταρκ μέσα στην ίδια του την πανοπλία. Και όλον τον καιρό, εγώ στεκόμουν στην άκρη του Σιδερένιου Θρόνου με το λευκό μου θώρακα, ακίνητος σαν το πτώμα, φρουρώντας τον άρχοντά μου και όλα τα πολύτιμα μυστικά του.
»Οι Ορκισμένοι Αδελφοί μου έλειπαν όλοι, βλέπεις, αλλά στον Αίρυς άρεσε να με έχει κοντά του. Ήμουν γιος του πατέρα μου, οπότε δε με εμπιστευόταν. Με ήθελε κοντά για να με παρακολουθεί ο Βάρυς, μέρα και νύχτα. Έτσι, τα άκουσα όλα.» Θυμήθηκε πώς έλαμπαν τα μάτια του Ρόσσαρτ όταν ξετύλιξε τους χάρτες του για να δείξει πού έπρεπε να τοποθετηθεί η ουσία. Ο Γκάριγκους και ο Μπέλις ένιωθαν το ίδιο. «Ο Ραίγκαρ αντιμετώπισε τον Ρόμπερτ στην Τρίαινα και ξέρεις τι συνέβη εκεί. Μόλις μαθεύτηκαν τα νέα στην αυλή, ο Αίρυς έστειλε αμέσως τη βασίλισσα στο Ντράγκονστοουν μαζί με τον Πρίγκιπα Βισέρυς. Θα έφευγε και η Πριγκίπισσα Έλια, αλλά το απαγόρευσε. Για κάποιο λόγο τού είχε μπει η ιδέα ότι ο Πρίγκιπας Λέουιν πρέπει να είχε προδώσει τον Ραίγκαρ στην Τρίαινα, αλλά πίστευε πως θα του έμενε πιστό το Ντορν, αν κρατούσε δίπλα του την Έλια και τον Αίγκον. Οι προδότες θέλουν την πόλη μου, τον άκουσα να λέει στον Ρόσσαρτ, αλλά θα τους δώσω μόνο στάχτες. Άσε τον Ρόμπερτ να βασιλέψει στα απανθρακωμένα οστά και στην καμένη σάρκα. Οι Ταργκάρυεν δεν έθαβαν ποτέ τους νεκρούς τους, τους έκαιγαν. Ο Αίρυς θα είχε τη μεγαλύτερη πυρά απ' όλους. Αλλά, για να λέμε την αλήθεια, δεν πιστεύω πως περίμενε στ' αλήθεια να πεθάνει. Όπως ο Πύρινος Αίριον, ο Αίρυς πίστευε πως η φωτιά θα τον μεταμόρφωνε ... πως θα ξαναγεννιόταν σαν δράκος και θα μετέτρεπε σε στάχτες όλους τους εχθρούς του.
»Ο Νεντ Σταρκ έτρεχε νότια με την εμπροσθοφυλακή του Ρόμπερτ, αλλά οι δυνάμεις του πατέρα μου έφτασαν πρώτες στην πόλη. Ο Παϊσέλ έπεισε το βασιλιά πως ο Φύλακας της Δύσης είχε έρθει για να τον υπερασπιστεί, έτσι άνοιξε τις πύλες. Ήταν η μοναδική φορά που έπρεπε να είχε ακούσει τον Βάρυς, κι εκείνος τον αγνόησε. Ο πατέρας μου δεν είχε συμμετάσχει στον πόλεμο, χολωμένος με όλα όσα του είχε κάνει ο Αίρυς, κι ήταν αποφασισμένος πως ο Οίκος Λάννιστερ έπρεπε να είναι με τους νικητές. Η Τρίαινα τον έκανε να αποφασίσει.
»Έλαχε σ' εμένα να κρατήσω το Κόκκινο Φρούριο, αλλά ήξερα πως ήμασταν χαμένοι. Έστειλα μήνυμα στον Αίρυς ζητώντας του την άδεια να συνθηκολογήσω. Ο απεσταλμένος επέστρεψε με μια βασιλική διαταγή: "Φέρε μου το κεφάλι του πατέρα σου, αν δεν είσαι προδότης". Ο Αίρυς δε θα υποχωρούσε. Ο απεσταλμένος μου είπε πως ήταν μαζί του ο Άρχοντας Ρόσσαρτ. Ήξερα τι σήμαινε αυτό.
»Όταν συνάντησα τον Ρόσσαρτ, ήταν ντυμένος σαν απλός στρατιώτης και προχωρούσε βιαστικά προς την πύλη στο πίσω μέρος του κάστρου. Αυτόν σκότωσα πρώτα. Έπειτα σκότωσα τον Αίρυς, πριν βρει κάποιον άλλο για να μεταφέρει το μήνυμά του στους πυρομάντεις. Κάποιες μέρες αργότερα καταδίωξα τους υπόλοιπους και τους σκότωσα κι αυτούς. Ο Μπέλις μού πρόσφερε χρυσό και ο Γκάριγκους έκλαιγε και ζητούσε έλεος. Ένα σπαθί δείχνει περισσότερο έλεος από τη φωτιά, αλλά δε νομίζω πως ο Γκάριγκους εκτίμησε ιδιαίτερα την καλοσύνη που του έδειξα.» (Βιβλίο 3α – Θύελλα από Ατσάλι – Παγωμένες Λεπίδες)
Η Μπριέν τον άγγιξε στο μπράτσο. «Υπάρχουν κι άλλοι.» Τους είδε κι εκείνος. Του φάνηκε πως φορούσαν όλοι πανοπλίες από χιόνι, ενώ κορδέλες από ομίχλη ανέμιζαν στους ώμους τους. Οι προσωπίδες της περικεφαλαίας τους ήταν κλειστές, αλλά ο Τζέιμι Λάννιστερ δε χρειαζόταν να δει τα πρόσωπά τους για να ξέρει ποιοι ήταν.
Πέντε από αυτούς υπήρξαν αδέλφια του. Ο Όσγουελ Γουέντ και ο Τζον Ντάρρυ. Ο Λέουιν Μαρτέλ, ένας πρίγκιπας του Ντορν. Ο Λευκός Ταύρος, Γκέρολντ Χάιταουερ. Ο Σερ Άρθουρ Ντέυν, το Σπαθί του Πρωινού. Και δίπλα τους, στεφανωμένος από την ομίχλη και τη θλίψη με τα μακριά μαλλιά του να ανεμίζουν πίσω του, ερχόταν ο Ραίγκαρ Ταργκάρυεν, ο Πρίγκιπας του Ντράγκονστοουν και νόμιμος κληρονόμος του Σιδερένιου Θρόνου.
«Δε με φοβίζετε» φώναξε, γυρίζοντας καθώς τον περικύκλωναν. Δεν ήξερε προς τα πού να κοιτάξει. «Θα σας πολεμήσω έναν έναν ή όλους μαζί. Αλλά ποιος θα μονομαχήσει με την κυρά; Θυμώνει όταν την αφήνουμε απέξω.»
«Ορκίστηκα να τον κρατήσω ασφαλή» είπε εκείνη στο φάντασμα του Ραίγκαρ. «Έδωσα ιερό όρκο.»
«Όλοι δώσαμε όρκους» είπε θλιβερά ο Σερ Άρθουρ Ντέυν.
Τα φαντάσματα ξεπέζεψαν από τα άλογά τους. Όταν έβγαλαν τα μακριά σπαθιά τους δεν ακούστηκε κανένας ήχος. «Σκόπευε να κάψει την πόλη» είπε ο Τζέιμι. «Να αφήσει μόνο στάχτες στον Ρόμπερτ.»
«Ήταν ο βασιλιάς σου» είπε ο Ντάρρυ.
«Ορκίστηκες να τον προσέχεις» τόνισε ο Γουέντ.
«Τα παιδιά, επίσης» πρόσθεσε ο Πρίγκιπας Λέουιν.
Ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ ανέδυε ένα ψυχρό φως, άλλοτε λευκό, άλλοτε κόκκινο, άλλοτε σκούρο. «Άφησα τη γυναίκα και τα παιδιά μου στα χέρια σου.»
«Δεν πίστευα ποτέ πως θα τους έκανε κακό.» Το σπαθί του Τζέιμι έκαιγε λιγότερο φωτεινό τώρα. «Εγώ ήμουν με το βασιλιά ... »
«Σκότωνες το βασιλιά» τόνισε ο Σερ Άρθουρ.
«Του έκοβες το λαιμό» είπε ο Πρίγκιπας Λέουιν.
«Το βασιλιά για τον οποίο είχες ορκιστεί να πεθάνεις» συμπλήρωσε ο Λευκός Ταύρος.
Οι φλόγες που διέτρεχαν την επιφάνεια της λεπίδας του άρχισαν να τρεμοσβήνουν και ο Τζέιμι θυμήθηκε τι είχε πει η Σέρσεϊ. Όχι. Ο τρόμος τού έκλεισε το λαιμό. Τότε το σπαθί του σκοτείνιασε και έκαιγε μόνο της Μπριέν, καθώς του όρμησαν τα φαντάσματα.
«Όχι» είπε «όχι, όχι, όχι. Όχιιιιιιι!» (Βιβλίο 3β - Θύελλα από Ατσάλι- Ματωμένο Χρυσάφι)
Είχε σηκωθεί αέρας την ημέρα που αποχαιρέτησε τον Ραίγκαρ, στην αυλή του Κόκκινου Φρουρίου. Ο πρίγκιπας είχε φορέσει τη μαύρη σαν τη νύχτα πανοπλία του, με τον τρικέφαλο δράκο σκαλισμένο με ρουμπίνια στο θώρακα. «Υψηλότατε» είχε παρακαλέσει ο Τζέιμι «άφησε τον Ντάρρυ να φυλάξει το βασιλιά αυτή τη φορά, ή τον Σερ Μπάρρισταν. Οι μανδύες τους είναι το ίδιο λευκοί με τον δικό μου.»
Ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ είχε κουνήσει το κεφάλι του. «Ο βασιλιάς πατέρας μου φοβάται τον πατέρα σου περισσότερο από τον ξάδερφό μας τον Ρόμπερτ. Σε θέλει κοντά του, ώστε ο Άρχοντας Τάιγουιν να μην μπορεί να τον βλάψει. Δεν τολμώ να του πάρω αυτό το στήριγμα σε τέτοιες στιγμές.»
Ο θυμός έπνιξε τον Τζέιμι. «Δεν είμαι στήριγμα. Είμαι ένας ιππότης της Βασιλικής Φρουράς.»
«Τότε φύλαξε το βασιλιά» του ρίχτηκε ο Σερ Ντάρρυ. «Όταν φόρεσες αυτό το μανδύα, ορκίστηκες να υπακούς.»
Ο Ραίγκαρ είχε βάλει το χέρι του στον ώμο του Τζέιμι. «Όταν τελειώσει η μάχη, σκοπεύω να συγκαλέσω συμβούλιο. Θα γίνουν αλλαγές. Ήθελα να το κάνω εδώ και καιρό, αλλά ... δεν έχει νόημα να μιλάμε για δρόμους που δεν πήραμε. Θα μιλήσουμε όταν επιστρέψω.»
Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που του είπε ποτέ ο Ραίγκαρ Ταργκάρυεν. Έξω από τις πύλες στρατός είχε μαζευτεί, ενώ ένας άλλος κατέβαινε στην Τρίαινα. Έτσι, ο Πρίγκιπας του Ντράγκονστοουν ανέβηκε στο άλογο, φόρεσε την ψηλή μαύρη περικεφαλαία του και πήγε να συναντήσει το θάνατο. (Βορά Ορνίων)
Σέρσεϊ
Show Content
SpoilerΗ Μάργκαιρυ χόρευε με την ξαδέλφη της την Άλλα, η Μέγκα με τον Σερ Τάλλαντ τον Ψηλό. Η άλλη ξαδέλφη, η Έλινορ, μοιραζόταν ένα κύπελλο κρασί με το γοητευτικό νεαρό Μπάσταρδο του Ντρίφτμαρκ, τον Ωρέιν Γουότερς. Δεν ήταν η πρώτη φορά που πρόσεχε η βασίλισσα τον Γουότερς, ένα λεπτό νεαρό με γκριζοπράσινα μάτια και μακριά ασημόχρυσα μαλλιά. Την πρώτη φορά που τον είχε δει, για μια στιγμή νόμισε ότι ο Ραίγκαρ Ταργκάρυεν είχε γυρίσει από τους νεκρούς. Είναι τα μαλλιά του, είπε στον εαυτό της. Δεν είναι επουδενί τόσο όμορφος όσο ο Ραίγκαρ. Το πρόσωπό του είναι πολύ στενό, κι έχει αυτό το αυλάκι στο πιγούνι του. Οι Βελάρυον όμως κατάγονταν από παλιό βαλυριανό αίμα και κάποιοι είχαν τα ίδια ασημένια μαλλιά με τους δρακοβασιλείς του παρελθόντος. (Βορά Ορνίων)
Ο Ωρέιν Γουότερς φαινόταν το ίδιο βαριεστημένος με τη Σέρσεϊ μ' αυτή την κουβέντα για τους σέπτον. Από κοντά, τα μαλλιά του είχαν περισσότερο ασήμι παρά χρυσό και τα μάτια του ήταν γκριζοπράσινα, ενώ του Πρίγκιπα Ραίγκαρ μοβ. Ακόμα κι έτσι, όμως, η ομοιότητα ... (Βορά Ορνίων)
«Πρώτη φορά ακούω για νέο οπλοδιδάσκαλο. Θα πρέπει να ψάξεις πολύ για να βρεις καλύτερο πολεμιστή από τον Λόρας Ταϊρέλ. Ο Σερ Λόρας είναι -»
«Ξέρω τι είναι. Δεν τον θέλω κοντά στο γιο μου. Θα πρέπει να του υπενθυμίσεις τα καθήκοντά του.» Το νερό στην μπανιέρα κρύωνε.
«Ξέρει τα καθήκοντά του, και δεν υπάρχει καλύτερος στη λόγχη-»
«Εσύ ήσουν καλύτερος, πριν χάσεις το χέρι σου. Ο Σερ Μπάρρισταν, όταν ήταν νέος. Ο Άρθουρ Ντέυν ήταν καλύτερος και ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ ήταν αντάξιός του. Μη μου ξαναπείς για το πόσο ικανό είναι το Άνθος μας. Είναι απλά ένα αγόρι.» (Βορά Ορνίων)
Σίγουρα ήταν η τρέλα του που οδήγησε τον Αίρυς να αρνηθεί την κόρη του Άρχοντα Τάιγουιν, παίρνοντας αντί γι' αυτήν το γιο του, και να δώσει το διάδοχό του σε μια αδύναμη πριγκίπισσα από το Ντορν, με μαύρα μάτια και επίπεδο στήθος.
Η ανάμνηση της απόρριψης πονούσε ακόμα, ύστερα από τόσα χρόνια. Είχε παρακολουθήσει πολλές νύχτες τον Ραίγκαρ στην αίθουσα, να παίζει την ασημένια του άρπα με εκείνα τα μακριά, εκλεπτυσμένα του δάχτυλα. Υπήρξε ποτέ άντρας πιο όμορφος από εκείνον; Ήταν κάτι παραπάνω, όμως. Είχε το αίμα της παλιάς Βαλύρια, ,το αίμα των δράκων και των θεών. Όταν ήταν μικρό κορίτσι, ο πατέρας της της είχε υποσχεθεί ότι μια μέρα θα παντρευόταν τον Ραίγκαρ. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από έξι ή επτά χρονών τότε. «Μην το πεις πουθενά, παιδί μου» της είχε πει, με εκείνο το κρυφό του χαμόγελο που μόνο εκείνη έβλεπε ποτέ. «Όχι μέχρι να συμφωνήσει ο Μεγαλειότατος με τον αρραβώνα. Θα είναι το μυστικό μας για την ώρα.» Κι έτσι είχε κάνει, αν και μια φορά είχε ζωγραφίσει τον εαυτό της να πετάει με τον Ραίγκαρ πάνω σε ένα δράκο, με τα χέρια της να αγκαλιάζουν σφιχτά τη μέση του. Όταν το είχε βρει ο Τζέιμι, του είχε πει ότι ήταν η Βασίλισσα Αλυσάννη και ο Βασιλιάς Τζαιχαίρυς.
Ήταν δέκα χρονών όταν είδε τελικά τον πρίγκιπά της από κοντά, στους αγώνες που οργάνωσε ο άρχοντας πατέρας της για να καλωσορίσει το Βασιλιά Αίρυς στη Δύση. Θεωρεία είχαν αναρτηθεί κάτω από τα τείχη του Λάννισπορτ και οι επευφημίες του πλήθους είχαν υψωθεί στον ουρανό του Κάστερλυ Ροκ σαν κεραυνός. Επευφήμησαν τον πατέρα με τη διπλάσια δύναμη απ' ό, τι το βασιλιά, θυμήθηκε η βασίλισσα, αλλά μόνο με τη μισή απ' ό, τι τον Ραίγκαρ.
Δεκαεπτά ετών και πρόσφατα χρισμένος ιππότης, ο Ραίγκαρ Ταργκάρυεν φορούσε μαύρο θώρακα πάνω από το χρυσό αλυσιδωτό του χιτώνιο όταν μπήκε τριποδίζοντας στον αγωνιστικό χώρο. Μακριές μεταξένιες λωρίδες κρέμονταν από το κράνος του, κόκκινες και χρυσές και πορτοκαλιές, σαν φλόγες. Δύο θείοι της έπεσαν από τη λόγχη του, μαζί με μια ντουζίνα από τους καλύτερους ιππότες του πατέρα της, την αφρόκρεμα της Δύσης. Τις νύχτες ο πρίγκιπας έπαιζε την άρπα του, φέρνοντας δάκρυα στα μάτια της. Όταν την παρουσίασαν σ' εκείνον, η Σέρσεϊ κόντεψε να πνιγεί στο βάθος των λυπημένων βιολετιών ματιών του. Έχει πληγωθεί, είχε σκεφτεί τότε, αλλά θα γιατρέψω την καρδδιά του όταν παντρευτούμε. Δίπλα στον Ραίγκαρ, ακόμα και ο αγαπημένος της Τζέιμι φαινόταν απλά ένα άβγαλτο αγόρι. Θα παντρευτώ τον πρίγκιπα, είχε σκεφτεί, ζαλισμένη από τον ενθουσιασμό, και όταν ο γέρος βασιλιάς πεθάνει, θα γίνω βασίλισσα. Η θεία της της το είχε εμπιστευτεί πριν την έναρξη των αγώνων. «Πρέπει να είσαι όμορφη» της είχε πει η Αρχόντισσα Τζέννα, παλεύοντας με το φόρεμά της «γιατί στο αποχαιρετιστήριο συμπόσιο θα ανακοινωθεί ο αρραβώνας σου με τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ.»
Η Σέρσεϊ ήταν τόσο χαρούμενη εκείνη τη μέρα. Αλλιώς δε θα είχε επισκεφτεί ποτέ τη σκηνή της Βατραχομούρας Μάγκυ. Το είχε κάνει μόνο για να δείξει στην Τζέυν και στη Μελάρα ότι τα λιοντάρια δε φοβούνται τίποτα. Θα γινόμουν βασίλισσα. Τι είχε να φοβηθεί μια βασίλισσα από μια άθλια γριά γυναίκα; Η ανάμνηση της προφητείας της την έκανε ακόμα να ανατριχιάζει, μια ολόκληρη ζωή αργότερα. Η Τζέυν έφυγε τρομαγμένη τρέχοντας από τη σκηνή, θυμήθηκε, αλλά η Μελάρα έμεινε, και το ίδιο κι εγώ. Την αφήσαμε να δοκιμάσει το αίμα μας και γελάσαμε με τις ηλίθιες προφητείες της. Καμία τους δεν έβγαζε νόημα. Θα παντρευόταν τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ, ό, τι κι αν έλεγε η γριά. Της το είχε υποσχεθεί ο πατέρας της, και ο λόγος του Τάιγουιν Λάννιστερ ήταν χρυσάφι.
Το γέλιο της ξέφτισε στο τέλος των αγώνων. Δεν υπήρξε αποχαιρετιστήριο συμπόσιο, δεν υπήρξαν προπόσεις να γιορτάσουν τον αρραβώνα της με τον Πρiγκιπα Ραίγκαρ. Μόνο άβολη σιωπή και παγωμένα βλέμματα ανάμεσα στο βασιλιά και τον πατέρα της. Αργότερα, όταν ο Αίρυς και ο γιος του και όλοι οι γενναίοι του ιππότες είχαν φύγει για το Κινγκς Λάντινγκ, η Σέρσεϊ είχε πάει κλαίγοντας στη θεία της, χωρίς να καταλαβαίνει. «Ο πατέρας σου πρότεινε τον αρραβώνα» της είπε η Αρχόντισσα Τζέννα «αλλά ο Αίρυς αρνήθηκε ακόμα και να το ακούσει. "Είσαι ο πιο ικανός μου υπηρέτης, Τάιγουιν" είπε ο βασιλιάς "αλλά ένας βασιλιάς δε δίνει το διάδοχό του στην κόρη του υπηρέτη του." Σκούπισε τα δάκρυά σου, μικρή μου. Είδες ποτέ σου λιοντάρι να κλαίει; Ο πατέρας σου θα βρει κάποιον άλλο για σένα, έναν καλύτερο άντρα από τον Ραίγκαρ.»
Η θεία της της είπε ψέματα, όμως, και ο πατέρας της την είχε απογοητεύσει, όπως την απογοήτευε τώρα και ο Τζέιμι. Ο πατέρας δε βρήκε κάποιον καλύτερο. Αντί γι' αυτό, με έδωσε στον Ρόμπερτ και η κατάρα της Μάγκυ άνθισε σαν δηλητηριώδες λουλούδι. Αν είχα παντρευτεί τον Ραίγκαρ όπως ήθελαν οι θεοί, δε θα είχε ρίξει ούτε δεύτερη ματιά στο λυκοκόριτσο. Ο Ραίγκαρ θα ήταν βασιλιάς μας τώρα κι εγώ θα ήμουν η βασίλισσά του, μητέρα των γιων του.
Δεν είχε συγχωρήσει ποτέ τον Ρόμπερτ που τον σκότωσε. (Βορά Ορνίων)
Ο Ρόμπερτ ήταν αρκετά εμφανίσιμος όταν παντρεύτηκαν, ψηλός και στιβαρός και δυνατός, αλλά τα μαλλιά του ήταν μαύρα και βαριά, το τρίχωμα πυκνό στο στήθος και άγριο γύρω από το φύλο του. Ο λάθος άντρας ήρθε από την Τρίαινα, σκεφτόταν συχνά η βασίλισσα καθώς την έπαιρνε. Τα πρώτα χρόνια, όταν την ήθελε πιο συχνά, συνήθιζε να κλείνει τα μάτια της και να προσποιείται ότι ήταν ο Ραίγκαρ. Δεν μπορούσε να προσποιηθεί ότι ήταν ο Τζέιμι• ήταν πολύ διαφορετικός, πολύ ξένος. Ακόμα και η μυρωδιά του ήταν λάθος. (Βορά Ορνίων)
«Είσαι πολύ καλόκαρδη, Μεγαλειοτάτη» είπε ο Ωρέιν μ' ένα χαμόyελο. Ένα πονηρό χαμόγελο, σκέφτηκε η βασίλισσα. Δεν μοιάζει τόσο πολύ τελικά με τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ. Έχει τα ίδια μαλλιά, αλλά το ίδιο έχουν και οι μισές πόρνες στο Λυς, αν οι ιστορίες αληθεύουν. Ο Ραίγκαρ ήταν άντρας. Αυτό είναι ένα πονηρό αγόρι, τίποτα παραπάνω. Αλλά χρήσιμος με τον τρόπο του. (Βορά Ορνίων)
Ο Ωρέιν Γουότερς φαινόταν το ίδιο βαριεστημένος με τη Σέρσεϊ μ' αυτή την κουβέντα για τους σέπτον. Από κοντά, τα μαλλιά του είχαν περισσότερο ασήμι παρά χρυσό και τα μάτια του ήταν γκριζοπράσινα, ενώ του Πρίγκιπα Ραίγκαρ μοβ. Ακόμα κι έτσι, όμως, η ομοιότητα ... (Βορά Ορνίων)
«Πρώτη φορά ακούω για νέο οπλοδιδάσκαλο. Θα πρέπει να ψάξεις πολύ για να βρεις καλύτερο πολεμιστή από τον Λόρας Ταϊρέλ. Ο Σερ Λόρας είναι -»
«Ξέρω τι είναι. Δεν τον θέλω κοντά στο γιο μου. Θα πρέπει να του υπενθυμίσεις τα καθήκοντά του.» Το νερό στην μπανιέρα κρύωνε.
«Ξέρει τα καθήκοντά του, και δεν υπάρχει καλύτερος στη λόγχη-»
«Εσύ ήσουν καλύτερος, πριν χάσεις το χέρι σου. Ο Σερ Μπάρρισταν, όταν ήταν νέος. Ο Άρθουρ Ντέυν ήταν καλύτερος και ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ ήταν αντάξιός του. Μη μου ξαναπείς για το πόσο ικανό είναι το Άνθος μας. Είναι απλά ένα αγόρι.» (Βορά Ορνίων)
Σίγουρα ήταν η τρέλα του που οδήγησε τον Αίρυς να αρνηθεί την κόρη του Άρχοντα Τάιγουιν, παίρνοντας αντί γι' αυτήν το γιο του, και να δώσει το διάδοχό του σε μια αδύναμη πριγκίπισσα από το Ντορν, με μαύρα μάτια και επίπεδο στήθος.
Η ανάμνηση της απόρριψης πονούσε ακόμα, ύστερα από τόσα χρόνια. Είχε παρακολουθήσει πολλές νύχτες τον Ραίγκαρ στην αίθουσα, να παίζει την ασημένια του άρπα με εκείνα τα μακριά, εκλεπτυσμένα του δάχτυλα. Υπήρξε ποτέ άντρας πιο όμορφος από εκείνον; Ήταν κάτι παραπάνω, όμως. Είχε το αίμα της παλιάς Βαλύρια, ,το αίμα των δράκων και των θεών. Όταν ήταν μικρό κορίτσι, ο πατέρας της της είχε υποσχεθεί ότι μια μέρα θα παντρευόταν τον Ραίγκαρ. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από έξι ή επτά χρονών τότε. «Μην το πεις πουθενά, παιδί μου» της είχε πει, με εκείνο το κρυφό του χαμόγελο που μόνο εκείνη έβλεπε ποτέ. «Όχι μέχρι να συμφωνήσει ο Μεγαλειότατος με τον αρραβώνα. Θα είναι το μυστικό μας για την ώρα.» Κι έτσι είχε κάνει, αν και μια φορά είχε ζωγραφίσει τον εαυτό της να πετάει με τον Ραίγκαρ πάνω σε ένα δράκο, με τα χέρια της να αγκαλιάζουν σφιχτά τη μέση του. Όταν το είχε βρει ο Τζέιμι, του είχε πει ότι ήταν η Βασίλισσα Αλυσάννη και ο Βασιλιάς Τζαιχαίρυς.
Ήταν δέκα χρονών όταν είδε τελικά τον πρίγκιπά της από κοντά, στους αγώνες που οργάνωσε ο άρχοντας πατέρας της για να καλωσορίσει το Βασιλιά Αίρυς στη Δύση. Θεωρεία είχαν αναρτηθεί κάτω από τα τείχη του Λάννισπορτ και οι επευφημίες του πλήθους είχαν υψωθεί στον ουρανό του Κάστερλυ Ροκ σαν κεραυνός. Επευφήμησαν τον πατέρα με τη διπλάσια δύναμη απ' ό, τι το βασιλιά, θυμήθηκε η βασίλισσα, αλλά μόνο με τη μισή απ' ό, τι τον Ραίγκαρ.
Δεκαεπτά ετών και πρόσφατα χρισμένος ιππότης, ο Ραίγκαρ Ταργκάρυεν φορούσε μαύρο θώρακα πάνω από το χρυσό αλυσιδωτό του χιτώνιο όταν μπήκε τριποδίζοντας στον αγωνιστικό χώρο. Μακριές μεταξένιες λωρίδες κρέμονταν από το κράνος του, κόκκινες και χρυσές και πορτοκαλιές, σαν φλόγες. Δύο θείοι της έπεσαν από τη λόγχη του, μαζί με μια ντουζίνα από τους καλύτερους ιππότες του πατέρα της, την αφρόκρεμα της Δύσης. Τις νύχτες ο πρίγκιπας έπαιζε την άρπα του, φέρνοντας δάκρυα στα μάτια της. Όταν την παρουσίασαν σ' εκείνον, η Σέρσεϊ κόντεψε να πνιγεί στο βάθος των λυπημένων βιολετιών ματιών του. Έχει πληγωθεί, είχε σκεφτεί τότε, αλλά θα γιατρέψω την καρδδιά του όταν παντρευτούμε. Δίπλα στον Ραίγκαρ, ακόμα και ο αγαπημένος της Τζέιμι φαινόταν απλά ένα άβγαλτο αγόρι. Θα παντρευτώ τον πρίγκιπα, είχε σκεφτεί, ζαλισμένη από τον ενθουσιασμό, και όταν ο γέρος βασιλιάς πεθάνει, θα γίνω βασίλισσα. Η θεία της της το είχε εμπιστευτεί πριν την έναρξη των αγώνων. «Πρέπει να είσαι όμορφη» της είχε πει η Αρχόντισσα Τζέννα, παλεύοντας με το φόρεμά της «γιατί στο αποχαιρετιστήριο συμπόσιο θα ανακοινωθεί ο αρραβώνας σου με τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ.»
Η Σέρσεϊ ήταν τόσο χαρούμενη εκείνη τη μέρα. Αλλιώς δε θα είχε επισκεφτεί ποτέ τη σκηνή της Βατραχομούρας Μάγκυ. Το είχε κάνει μόνο για να δείξει στην Τζέυν και στη Μελάρα ότι τα λιοντάρια δε φοβούνται τίποτα. Θα γινόμουν βασίλισσα. Τι είχε να φοβηθεί μια βασίλισσα από μια άθλια γριά γυναίκα; Η ανάμνηση της προφητείας της την έκανε ακόμα να ανατριχιάζει, μια ολόκληρη ζωή αργότερα. Η Τζέυν έφυγε τρομαγμένη τρέχοντας από τη σκηνή, θυμήθηκε, αλλά η Μελάρα έμεινε, και το ίδιο κι εγώ. Την αφήσαμε να δοκιμάσει το αίμα μας και γελάσαμε με τις ηλίθιες προφητείες της. Καμία τους δεν έβγαζε νόημα. Θα παντρευόταν τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ, ό, τι κι αν έλεγε η γριά. Της το είχε υποσχεθεί ο πατέρας της, και ο λόγος του Τάιγουιν Λάννιστερ ήταν χρυσάφι.
Το γέλιο της ξέφτισε στο τέλος των αγώνων. Δεν υπήρξε αποχαιρετιστήριο συμπόσιο, δεν υπήρξαν προπόσεις να γιορτάσουν τον αρραβώνα της με τον Πρiγκιπα Ραίγκαρ. Μόνο άβολη σιωπή και παγωμένα βλέμματα ανάμεσα στο βασιλιά και τον πατέρα της. Αργότερα, όταν ο Αίρυς και ο γιος του και όλοι οι γενναίοι του ιππότες είχαν φύγει για το Κινγκς Λάντινγκ, η Σέρσεϊ είχε πάει κλαίγοντας στη θεία της, χωρίς να καταλαβαίνει. «Ο πατέρας σου πρότεινε τον αρραβώνα» της είπε η Αρχόντισσα Τζέννα «αλλά ο Αίρυς αρνήθηκε ακόμα και να το ακούσει. "Είσαι ο πιο ικανός μου υπηρέτης, Τάιγουιν" είπε ο βασιλιάς "αλλά ένας βασιλιάς δε δίνει το διάδοχό του στην κόρη του υπηρέτη του." Σκούπισε τα δάκρυά σου, μικρή μου. Είδες ποτέ σου λιοντάρι να κλαίει; Ο πατέρας σου θα βρει κάποιον άλλο για σένα, έναν καλύτερο άντρα από τον Ραίγκαρ.»
Η θεία της της είπε ψέματα, όμως, και ο πατέρας της την είχε απογοητεύσει, όπως την απογοήτευε τώρα και ο Τζέιμι. Ο πατέρας δε βρήκε κάποιον καλύτερο. Αντί γι' αυτό, με έδωσε στον Ρόμπερτ και η κατάρα της Μάγκυ άνθισε σαν δηλητηριώδες λουλούδι. Αν είχα παντρευτεί τον Ραίγκαρ όπως ήθελαν οι θεοί, δε θα είχε ρίξει ούτε δεύτερη ματιά στο λυκοκόριτσο. Ο Ραίγκαρ θα ήταν βασιλιάς μας τώρα κι εγώ θα ήμουν η βασίλισσά του, μητέρα των γιων του.
Δεν είχε συγχωρήσει ποτέ τον Ρόμπερτ που τον σκότωσε. (Βορά Ορνίων)
Ο Ρόμπερτ ήταν αρκετά εμφανίσιμος όταν παντρεύτηκαν, ψηλός και στιβαρός και δυνατός, αλλά τα μαλλιά του ήταν μαύρα και βαριά, το τρίχωμα πυκνό στο στήθος και άγριο γύρω από το φύλο του. Ο λάθος άντρας ήρθε από την Τρίαινα, σκεφτόταν συχνά η βασίλισσα καθώς την έπαιρνε. Τα πρώτα χρόνια, όταν την ήθελε πιο συχνά, συνήθιζε να κλείνει τα μάτια της και να προσποιείται ότι ήταν ο Ραίγκαρ. Δεν μπορούσε να προσποιηθεί ότι ήταν ο Τζέιμι• ήταν πολύ διαφορετικός, πολύ ξένος. Ακόμα και η μυρωδιά του ήταν λάθος. (Βορά Ορνίων)
«Είσαι πολύ καλόκαρδη, Μεγαλειοτάτη» είπε ο Ωρέιν μ' ένα χαμόyελο. Ένα πονηρό χαμόγελο, σκέφτηκε η βασίλισσα. Δεν μοιάζει τόσο πολύ τελικά με τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ. Έχει τα ίδια μαλλιά, αλλά το ίδιο έχουν και οι μισές πόρνες στο Λυς, αν οι ιστορίες αληθεύουν. Ο Ραίγκαρ ήταν άντρας. Αυτό είναι ένα πονηρό αγόρι, τίποτα παραπάνω. Αλλά χρήσιμος με τον τρόπο του. (Βορά Ορνίων)
Τζον Κόννινγκτον
Show Content
SpoilerΔεκαεπτά χρόνια είχαν περάσει από τη Μάχη των Κωδώνων, όμως ακόμα ο ήχος της καμπάνας έκανε το στομάχι του να σφίγγεται. Κάποιοι μπορεί να έλεγαν ότι το βασίλειο χάθηκε όταν ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ έπεσε από το σφυρί του Ρόμπερτ στην Τρίαινα, αλλά η Μάχη της Τρίαινας δε θα είχε συμβεί ποτέ, αν ο γρύπας είχε σκοτώσει το ελάφι στο Πέτρινο Σεπτ. Οι καμπάνες χτύπησαν για όλους μας εκείνη τη μέρα. Για τον Αίρυς και τη βασίλισσά του, για την Έλια του Ντορν και τη μικρή της κόρη, για κάθε τίμιο άντρα και γυναίκα στα Επτά Βασίλεια. Και για τον ασημένιο μου πρίγκιπα. (Βιβλίο 5α - Ο Χορός των Δράκων – Το Κάλεσμα της Φλόγας)
Ας είναι. Συμπαθούσε τη Λεμόρ, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι χρειαζόταν την έγκρισή της. Το καθήκον της ήταν να διδάξει στον πρίγκιπα το δόγμα της Πίστης και το είχε κάνει. Καμία προσευχή δε θα του εξασφάλιζε το Σιδερένιο Θρόνο όμως. Αυτό ήταν έργο του Γκριφ. Είχε απογοητεύσει τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ. Δε θα απογοήτευε το γιο του, όχι όσο ανάσαινε ακόμα. (Βιβλίο 5α - Ο Χορός των Δράκων – Το Κάλεσμα της Φλόγας)
«Θα ήταν σοφό» παραδέχτηκε ο Γκριφ. Μπορεί να ήταν διαφορετικά τα πράγματα αν ο Μαυρόκαρδος ήταν ακόμα διοικητής, αλλά ο Μάιλς Τόυν είχε πεθάνει πριν τέσσερα χρόνια και ο Άπατρις Χάρρυ Στρίκλαντ ήταν διαφορετικό είδος άντρα. Δε θα το έλεγε αυτό στο αγόρι όμως. Ο νάνος είχε ήδη φυτέψει αρκετές αμφιβολίες στη νεαρή του καρδιά. «Δεν είναι όλοι αυτό που φαίνονται και ειδικά ένας πρίγκιπας πρέπει να προσέχει περισσότερο ... αλλά αν το παρακάνεις, η έλλειψη εμπιστοσύνης θα σε δηλητηριάσει, θα σε κάνει πικρόχολο και φοβισμένο.» Όπως συνέβη στο Βασιλιά Αίρυς. Προς το τέλος, ακόμα και ο Ραίγκαρ το είχε δει ξεκάθαρα. «Το καλύτερο θα ήταν η μέση οδός. Άσε τον κόσμο να κερδίσει την εμπιστοσύνη σου με την αφοσίωσή του ... αλλά όταν το κάνει, να είσαι γενναιόδωρος και ανοιχτόκαρδος.» (Βιβλίο 5α - Ο Χορός των Δράκων – Το Κάλεσμα της Φλόγας)
Αλλά όταν χώρισαν, ο Τζον Κόννινγκτον δεν πήγε στο σεπτ. Αντί γι' αυτό, τα βήματά του τον οδήγησαν στην κορυφή του ανατολικού πύργου, του ψηλότερου στη Φωλιά του Γρύπα. Καθώς ανέβαινε τα σκαλιά θυμήθηκε άλλες αναβάσεις - εκατό φορές με τον άρχοντα πατέρα του, που του άρεσε να στέκεται και να κοιτάζει τα δάση και τα βράχια και τη θάλασσα ξέροντας πως ό, τι έβλεπε ανήκε στον Οίκο των Κόννινγκτον, και μία (μόνο μία!) φορά με τον Ραίγκαρ Ταργκάρυεν. Ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ επέστρεφε από το Ντορν και είχε μείνει εδώ με τη συνοδεία του ένα δεκαπενθήμερο. Ήταν τόσο νέος τότε, κι εγώ ακόμα νεότερος. Αγόρια, και οι δυο μας. Στη γιορτή για το καλωσόρισμα ο πρίγκιπας είχε πιάσει την άρπα του με τις ασημένιες χορδές και είχε παίξει για κείνους. Ένα τραγούδι αγάπης και ολέθρου θυμήθηκε ο Τζον Κόννινγκτον και μέχρι να αφήσει την άρπα του όλες οι γυναίκες στην αίθουσα έκλαιγαν. Όχι οι άντρες, φυσικά. Και σαφώς όχι ο άρχοντας πατέρας του, που η μοναδική αγάπη του ήταν η γη. Ο Άρχοντας Άρμοντ Κόννινγκτον είχε περάσει όλο το απόγευμα προσπαθώντας να πάρει τον πρίγκιπα με το μέρος του στη διαμάχη με τον Άρχοντα Μόρριγκεν.
Η πόρτα στην κορυφή του πύργου άνοιξε τόσο δύσκολα, που ήταν ολοφάνερο ότι κανένας δεν την είχε διαβεί εδώ και χρόνια. Χρειάστηκε να σπρώξει με τον ώμο του, για να την ανοίξει. Αλλά όταν ο Τζον Κόννινγκτον βγήκε έξω στις επάλξεις, η θέα ήταν όσο μεθυστική θυμόταν: η βραχοκορφή με τους ανεμοδαρμένους βράχους και τις ακανόνιστες σπείρες, η θάλασσα από κάτω να βρυχάται και να μασουλά τη βάση του κάστρου σαν αεικίνητο ζώο, ατελείωτες λεύγες ουρανού, το δάσος με τα φθινοπωρινά χρώματά του. «Η γη του πατέρα σου είναι πανέμορφη» είχε πει ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ, στεκόμενος εκεί ακριβώς όπου στεκόταν ο Τζον τώρα. Και το αγόρι που είχε υπάρξει είχε απαντήσει: «Μια μέρα όλα αυτά θα γίνουν δικά μου.» Λες κι αυτό θα μπορούσε να εντυπωσιάσει έναν πρίγκιπα που ήταν διάδοχος ενός ολόκληρου βασιλείου, από το Σύσκιο ως το Τείχος.
Η Φωλιά του Γρύπα είχε γίνει τελικά δική του, αν και μόνο για λίγα χρόνια. Από δω, ο Τζον Κόννινγκτον είχε κυβερνήσει ένα μεγάλο κομμάτι γης που απλωνόταν για πολλές λεύγες προς τα δυτικά, νότια και βόρεια, όπως είχε κάνει και ο πατέρας του και ο πατέρας του πατέρα του πριν απ' αυτόν. Αλλά ο πατέρας του και ο πατέρας του πατέρα του δεν είχαν χάσει ποτέ τη γη τους. Εκείνος την είχε χάσει. Ανέβηκα πολύ ψηλά, αγάπησα υπερβολικά, τόλμησα υπερβολικά. Προσπάθησα να πιάσω ένα αστέρι, ανέβηκα πολύ ψηλά και έπεσα.
Ο Ρόναλντ Κόννινγκτον είχε πεθάνει χρόνια πριν. Ο τρέχων Ιππότης της Φωλιάς του Γρύπα, ο γιος του Ρόννετ, έλεγαν ότι έλειπε στον πόλεμο στις παραποτάμιες περιοχές. Ήταν καλύτερα έτσι. Κατά την εμπειρία του Τζον Κόννινγκτον, οι άντρες πολεμούσαν για πράγματα που θεωρούσαν δικά τους, ακόμα και για πράγματα που είχαν κερδίσει από κλοπή. Δεν απολάμβανε την προοπτική να γιορτάσει την επιστροφή του σκοτώνοντας έναν συγγενή του. Ο πατέρας του Κόκκινου Ρόννετ είχε βιαστεί να εκμεταλλευτεί την πτώση του άρχοντα ξαδέρφου του, ήταν αλήθεια, αλλά ο γιος του δεν ήταν παρά ένα παιδί τότε. Ο Τζον Κόννινγκτον δε μισούσε καν τον μακαρίτη Σερ Ρόναλντ όσο κάποτε. Το φταίξιμο ήταν δικό του.
Τα είχε χάσει όλα στο Πέτρινο Σεπτ, μέσα στην περηφάνια του.
Ο Ρόμπερτ Μπαράθηον κρυβόταν κάπου μέσα στην πόλη, πληγωμένος και μόνος. Ο Τζον Κόννινγκτον το ήξερε και ήξερε επίσης ότι το κεφάλι του Ρόμπερτ σε μια λόγχη θα έβαζε τέλος στην επανάσταση επί τόπου. Ήταν νεαρός και γεμάτος περηφάνια. Γιατί όχι; Ο Βασιλιάς Αίρυς τον είχε διορίσει Χέρι και του είχε δώσει έναν στρατό, και ήθελε να αποδειχθεί άξιος αυτής της εμπιστοσύνης, άξιος της αγάπης του Ραίγκαρ. Θα σκότωνε τον επαναστάτη άρχοντα με τα ίδια του τα χέρια και θα κέρδιζε μία θέση στην ιστορία των Επτά Βασιλείων. (Βιβλίο 5β - Ο Χορός των Δράκων – Το Σπαθί στο Σκοτάδι)
Είχε δίκιο σκέφτηκε ο Τζον Κόννινγκτον, γέρνοντας στις επάλξεις των προγόνων του. Λαχταρούσα τη δόξα τού να σκοτώσω τον Ρόμπερτ σε μονομαχία και δεν ήθελα να με αποκαλέσουν σφαγέα. Έτσι, ο Ρόμπερτ μού ξέφυγε και σκότωσε τον Ραίγκαρ στην Τρίαινα. «Απογοήτευσα τον πατέρα» είπε «αλλά δε θα απογοητεύσω το γιο.» (Βιβλίο 5β - Ο Χορός των Δράκων – Το Σπαθί στο Σκοτάδι)
«Ο άρχοντάς μου έχει κάτι άλλο να προσφέρει» υπέδειξε ο Χάλντον.
«Το χέρι του Πρίγκιπα Αίγκον. Μια συμμαχία που θα σφραγιστεί μέσω γάμου, για να φέρει κάποιο μεγάλο Οίκο με το μέρος μας.»
Μια νύφη για το λαμπρό πρίγκιπά μας. Ο Τζον Κόννινγκτον θυμόταν πολύ καλά το γάμο του Πρίγκιπα Ραίγκαρ. Η Έλια δεν ήταν ποτέ αντάξιά του. Ήταν αδύναμη και φιλάσθενη εξαρχής, και η γέννα απλώς την άφησε ακόμα πιο αδύναμη. Μετά τη γέννηση της Πριγκίπισσας Ραίνυς η μητέρα της είχε μείνει στο κρεβάτι μισό χρόνο, και η γέννηση του Πρίγκιπα Αίγκον την είχε φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου. Δε θα γεννούσε άλλα παιδιά, είχαν πει ύστερα οι μέιστερ στον Πρίγκιπα Ραίγκαρ. «Η Νταινέρυς Ταργκάρυεν μπορεί να επιστρέψει κάποτε στην πατρίδα» είπε ο Κόννινγκτον στον Μισομέιστερ. «Ο Αίγκον πρέπει να είναι ελεύθερος να την παντρευτεί.» (Βιβλίο 5β - Ο Χορός των Δράκων – Το Σπαθί στο Σκοτάδι)
Ας είναι. Συμπαθούσε τη Λεμόρ, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι χρειαζόταν την έγκρισή της. Το καθήκον της ήταν να διδάξει στον πρίγκιπα το δόγμα της Πίστης και το είχε κάνει. Καμία προσευχή δε θα του εξασφάλιζε το Σιδερένιο Θρόνο όμως. Αυτό ήταν έργο του Γκριφ. Είχε απογοητεύσει τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ. Δε θα απογοήτευε το γιο του, όχι όσο ανάσαινε ακόμα. (Βιβλίο 5α - Ο Χορός των Δράκων – Το Κάλεσμα της Φλόγας)
«Θα ήταν σοφό» παραδέχτηκε ο Γκριφ. Μπορεί να ήταν διαφορετικά τα πράγματα αν ο Μαυρόκαρδος ήταν ακόμα διοικητής, αλλά ο Μάιλς Τόυν είχε πεθάνει πριν τέσσερα χρόνια και ο Άπατρις Χάρρυ Στρίκλαντ ήταν διαφορετικό είδος άντρα. Δε θα το έλεγε αυτό στο αγόρι όμως. Ο νάνος είχε ήδη φυτέψει αρκετές αμφιβολίες στη νεαρή του καρδιά. «Δεν είναι όλοι αυτό που φαίνονται και ειδικά ένας πρίγκιπας πρέπει να προσέχει περισσότερο ... αλλά αν το παρακάνεις, η έλλειψη εμπιστοσύνης θα σε δηλητηριάσει, θα σε κάνει πικρόχολο και φοβισμένο.» Όπως συνέβη στο Βασιλιά Αίρυς. Προς το τέλος, ακόμα και ο Ραίγκαρ το είχε δει ξεκάθαρα. «Το καλύτερο θα ήταν η μέση οδός. Άσε τον κόσμο να κερδίσει την εμπιστοσύνη σου με την αφοσίωσή του ... αλλά όταν το κάνει, να είσαι γενναιόδωρος και ανοιχτόκαρδος.» (Βιβλίο 5α - Ο Χορός των Δράκων – Το Κάλεσμα της Φλόγας)
Αλλά όταν χώρισαν, ο Τζον Κόννινγκτον δεν πήγε στο σεπτ. Αντί γι' αυτό, τα βήματά του τον οδήγησαν στην κορυφή του ανατολικού πύργου, του ψηλότερου στη Φωλιά του Γρύπα. Καθώς ανέβαινε τα σκαλιά θυμήθηκε άλλες αναβάσεις - εκατό φορές με τον άρχοντα πατέρα του, που του άρεσε να στέκεται και να κοιτάζει τα δάση και τα βράχια και τη θάλασσα ξέροντας πως ό, τι έβλεπε ανήκε στον Οίκο των Κόννινγκτον, και μία (μόνο μία!) φορά με τον Ραίγκαρ Ταργκάρυεν. Ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ επέστρεφε από το Ντορν και είχε μείνει εδώ με τη συνοδεία του ένα δεκαπενθήμερο. Ήταν τόσο νέος τότε, κι εγώ ακόμα νεότερος. Αγόρια, και οι δυο μας. Στη γιορτή για το καλωσόρισμα ο πρίγκιπας είχε πιάσει την άρπα του με τις ασημένιες χορδές και είχε παίξει για κείνους. Ένα τραγούδι αγάπης και ολέθρου θυμήθηκε ο Τζον Κόννινγκτον και μέχρι να αφήσει την άρπα του όλες οι γυναίκες στην αίθουσα έκλαιγαν. Όχι οι άντρες, φυσικά. Και σαφώς όχι ο άρχοντας πατέρας του, που η μοναδική αγάπη του ήταν η γη. Ο Άρχοντας Άρμοντ Κόννινγκτον είχε περάσει όλο το απόγευμα προσπαθώντας να πάρει τον πρίγκιπα με το μέρος του στη διαμάχη με τον Άρχοντα Μόρριγκεν.
Η πόρτα στην κορυφή του πύργου άνοιξε τόσο δύσκολα, που ήταν ολοφάνερο ότι κανένας δεν την είχε διαβεί εδώ και χρόνια. Χρειάστηκε να σπρώξει με τον ώμο του, για να την ανοίξει. Αλλά όταν ο Τζον Κόννινγκτον βγήκε έξω στις επάλξεις, η θέα ήταν όσο μεθυστική θυμόταν: η βραχοκορφή με τους ανεμοδαρμένους βράχους και τις ακανόνιστες σπείρες, η θάλασσα από κάτω να βρυχάται και να μασουλά τη βάση του κάστρου σαν αεικίνητο ζώο, ατελείωτες λεύγες ουρανού, το δάσος με τα φθινοπωρινά χρώματά του. «Η γη του πατέρα σου είναι πανέμορφη» είχε πει ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ, στεκόμενος εκεί ακριβώς όπου στεκόταν ο Τζον τώρα. Και το αγόρι που είχε υπάρξει είχε απαντήσει: «Μια μέρα όλα αυτά θα γίνουν δικά μου.» Λες κι αυτό θα μπορούσε να εντυπωσιάσει έναν πρίγκιπα που ήταν διάδοχος ενός ολόκληρου βασιλείου, από το Σύσκιο ως το Τείχος.
Η Φωλιά του Γρύπα είχε γίνει τελικά δική του, αν και μόνο για λίγα χρόνια. Από δω, ο Τζον Κόννινγκτον είχε κυβερνήσει ένα μεγάλο κομμάτι γης που απλωνόταν για πολλές λεύγες προς τα δυτικά, νότια και βόρεια, όπως είχε κάνει και ο πατέρας του και ο πατέρας του πατέρα του πριν απ' αυτόν. Αλλά ο πατέρας του και ο πατέρας του πατέρα του δεν είχαν χάσει ποτέ τη γη τους. Εκείνος την είχε χάσει. Ανέβηκα πολύ ψηλά, αγάπησα υπερβολικά, τόλμησα υπερβολικά. Προσπάθησα να πιάσω ένα αστέρι, ανέβηκα πολύ ψηλά και έπεσα.
Ο Ρόναλντ Κόννινγκτον είχε πεθάνει χρόνια πριν. Ο τρέχων Ιππότης της Φωλιάς του Γρύπα, ο γιος του Ρόννετ, έλεγαν ότι έλειπε στον πόλεμο στις παραποτάμιες περιοχές. Ήταν καλύτερα έτσι. Κατά την εμπειρία του Τζον Κόννινγκτον, οι άντρες πολεμούσαν για πράγματα που θεωρούσαν δικά τους, ακόμα και για πράγματα που είχαν κερδίσει από κλοπή. Δεν απολάμβανε την προοπτική να γιορτάσει την επιστροφή του σκοτώνοντας έναν συγγενή του. Ο πατέρας του Κόκκινου Ρόννετ είχε βιαστεί να εκμεταλλευτεί την πτώση του άρχοντα ξαδέρφου του, ήταν αλήθεια, αλλά ο γιος του δεν ήταν παρά ένα παιδί τότε. Ο Τζον Κόννινγκτον δε μισούσε καν τον μακαρίτη Σερ Ρόναλντ όσο κάποτε. Το φταίξιμο ήταν δικό του.
Τα είχε χάσει όλα στο Πέτρινο Σεπτ, μέσα στην περηφάνια του.
Ο Ρόμπερτ Μπαράθηον κρυβόταν κάπου μέσα στην πόλη, πληγωμένος και μόνος. Ο Τζον Κόννινγκτον το ήξερε και ήξερε επίσης ότι το κεφάλι του Ρόμπερτ σε μια λόγχη θα έβαζε τέλος στην επανάσταση επί τόπου. Ήταν νεαρός και γεμάτος περηφάνια. Γιατί όχι; Ο Βασιλιάς Αίρυς τον είχε διορίσει Χέρι και του είχε δώσει έναν στρατό, και ήθελε να αποδειχθεί άξιος αυτής της εμπιστοσύνης, άξιος της αγάπης του Ραίγκαρ. Θα σκότωνε τον επαναστάτη άρχοντα με τα ίδια του τα χέρια και θα κέρδιζε μία θέση στην ιστορία των Επτά Βασιλείων. (Βιβλίο 5β - Ο Χορός των Δράκων – Το Σπαθί στο Σκοτάδι)
Είχε δίκιο σκέφτηκε ο Τζον Κόννινγκτον, γέρνοντας στις επάλξεις των προγόνων του. Λαχταρούσα τη δόξα τού να σκοτώσω τον Ρόμπερτ σε μονομαχία και δεν ήθελα να με αποκαλέσουν σφαγέα. Έτσι, ο Ρόμπερτ μού ξέφυγε και σκότωσε τον Ραίγκαρ στην Τρίαινα. «Απογοήτευσα τον πατέρα» είπε «αλλά δε θα απογοητεύσω το γιο.» (Βιβλίο 5β - Ο Χορός των Δράκων – Το Σπαθί στο Σκοτάδι)
«Ο άρχοντάς μου έχει κάτι άλλο να προσφέρει» υπέδειξε ο Χάλντον.
«Το χέρι του Πρίγκιπα Αίγκον. Μια συμμαχία που θα σφραγιστεί μέσω γάμου, για να φέρει κάποιο μεγάλο Οίκο με το μέρος μας.»
Μια νύφη για το λαμπρό πρίγκιπά μας. Ο Τζον Κόννινγκτον θυμόταν πολύ καλά το γάμο του Πρίγκιπα Ραίγκαρ. Η Έλια δεν ήταν ποτέ αντάξιά του. Ήταν αδύναμη και φιλάσθενη εξαρχής, και η γέννα απλώς την άφησε ακόμα πιο αδύναμη. Μετά τη γέννηση της Πριγκίπισσας Ραίνυς η μητέρα της είχε μείνει στο κρεβάτι μισό χρόνο, και η γέννηση του Πρίγκιπα Αίγκον την είχε φτάσει στα πρόθυρα του θανάτου. Δε θα γεννούσε άλλα παιδιά, είχαν πει ύστερα οι μέιστερ στον Πρίγκιπα Ραίγκαρ. «Η Νταινέρυς Ταργκάρυεν μπορεί να επιστρέψει κάποτε στην πατρίδα» είπε ο Κόννινγκτον στον Μισομέιστερ. «Ο Αίγκον πρέπει να είναι ελεύθερος να την παντρευτεί.» (Βιβλίο 5β - Ο Χορός των Δράκων – Το Σπαθί στο Σκοτάδι)
Τάιγουιν-Όμπερυν-Τύριον
Show Content
Spoiler«Κι όταν ο Όμπερυν απαιτήσει τη δικαιοσύνη για την οποία ήρθε;»
«Θα του πω ότι ο Σερ Έιμορυ Λορτς σκότωσε την Έλια και τα παιδιά της» είπε ήρεμα ο Άρχοντας Τάιγουιν. «Το ίδιο κι εσύ, αν σε ρωτήσει.»
«Ο Σερ Έιμορυ Λορτς είναι νεκρός» είπε ορθά-κοφτά ο Τύριον.
«Ακριβώς. Ο Βάργκο Χόουτ έβαλε τον Σερ Έιμορυ να παλέψει με μια αρκούδα, που τον ξέσκισε, μετά την πτώση του Χάρρενχαλ. Αυτό θα είναι αρκετά αποτρόπαιο ώστε να κατευνάσει ακόμα και τον Όμπερυν Μαρτέλ.»
«Μπορεί να το αποκαλείς δικαιοσύνη εσύ αυτό ... »
«Είναι δικαιοσύνη. Αν θες να ξέρεις, ο Σερ Έιμορυ ήταν αυτός που μου έφερε το πτώμα του κοριτσιού. Τη βρήκε να κρύβεται κάτω από το κρεβάτι του πατέρα της, λες και πίστευε πως ο Ραίγκαρ μπορούσε ακόμα να την προστατεύσει. Η Πριγκίπισσα Έλια και το μωρό ήταν σε ένα παιδικό δωμάτιο στον κάτω όροφο.»
«Είναι μια ιστορία και ο Σερ Έιμορυ δεν είναι σε θέση να την αρνηθεί. Τι θα πεις στον Όμπερυν όταν ρωτήσει ποιος έδωσε τις διαταγές στον Λορτς;»
«'Οτι ο Σερ Έιμορυ ενήργησε μόνος του, ελπίζοντας να κερδίσει την εύνοια του νέου βασιλιά. Το μίσος του Ρόμπερτ για τον Ραίγκαρ δεν ήταν κρυφό.» (Βιβλίο 3β - Θύελλα από Ατσάλι- Ματωμένο Χρυσάφι)
« ... κυβερνούσε τα Επτά Βασίλεια, αλλά στο σπίτι τον κυβερνούσε η αρχόντισσα σύζυγός του, ή έτσι έλεγε πάντα η γιαγιά μου.» Ο Πρίγκιπας Όμπερυν σήκωσε ψηλά τα χέρια του, για να μπορέσουν ο Άρχοντας Ντέιγκος Μάνγουντυ και ο Μπάσταρδος του Γκόντσγκρεϊς να του φορέσουν έναν αλυσιδωτό θώρακα. «Στο Όλνταουν μάθαμε για το θάνατο της μητέρας σου και το τερατώδες παιδί που είχε γεννήσει. Μπορεί να γυρίζαμε πίσω, αλλά η μητέρα μου επέλεξε να συνεχίσουμε το ταξίδι. Σου είπα για την υποδοχή που μας έκαναν στο Κάστερλυ Ροκ. Αυτό που δε σου είπα είναι ότι η μητέρα μου περίμενε όσο ήταν πρέπον και μετά εξέθεσε το σκοπό μας στον πατέρα σου. Χρόνια αργότερα, στο νεκροκρέβατό της, μου είπε πως ο Άρχοντας Τάιγουιν μας αρνήθηκε κατηγορηματικά. Την πληροφόρησε πως η κόρη του προοριζόταν για τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ. Κι όταν ρώτησε για τον Τζέιμι, για να παντρευτεί την Έλια, εκείνος της πρόσφερε εσένα.»
«Την οποία προσφορά θεώρησε προσβολή.» (Βιβλίο 3β - Θύελλα από Ατσάλι- Ματωμένο Χρυσάφι)
Όταν ο πρίγκιπας άπλωσε το χέρι για το δράκο του, ο Τύριον ξερόβηξε.
«Δε θα το έκανα αυτό στη θέση σου. Είναι λάθος να εκθέτεις το δράκο σου νωρίς.» Χαμογέλασε αθώα. «Ο πατέρας σου ήξερε τους κινδύνους της υπερβολικής τόλμης.»
«Ήξερες τον αληθινό μου πατέρα;»
«Λοιπόν, τον είδα μια-δυο φορές, αλλά ήμουν μόνο δέκα χρονών όταν τον σκότωσε ο Ρόμπερτ και ο δικός μου πατέρας με έκρυβε κάτω από ένα βράχο. Όχι, δεν μπορώ να πω ότι ήξερα τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ. Όχι όπως τον ήξερε ο ψεύτικος πατέρας σου. Ο Άρχοντας Κόννινγκτον ήταν ο καλύτερος φίλος του πρίγκιπα, έτσι δεν είναι;»
Ο Νεαρός Γκριφ παραμέρισε μια τούφα μπλε μαλλιά από τα μάτια του. «Υπηρέτησαν μαζί ως ακόλουθοι στο Κινγκς Λάντινγκ.»
«Αληθινός φίλος ο Άρχοντας Κόννινγκτον. Πρέπει να είναι, για να παραμένει τόσο παράφορα πιστός στον εγγονό του βασιλιά που του πήρε τις γαίες και τους τίτλους και τον έστειλε στην εξορία. Ήταν κρίμα. Αλλιώς ο φίλος του Πρίγκιπα Ραίγκαρ θα ήταν ακόμα κοντά όταν ο πατέρας μου λεηλάτησε το Κινγκς Λάντινγκ, για να σώσει το μονάκριβο μικρό γιο του απ' το να του διαλύσουν το βασιλικό του κεφάλι σε έναν τοίχο.» (Βιβλίο 5α - Ο Χορός των Δράκων – Το Κάλεσμα της Φλόγας)
«Θα του πω ότι ο Σερ Έιμορυ Λορτς σκότωσε την Έλια και τα παιδιά της» είπε ήρεμα ο Άρχοντας Τάιγουιν. «Το ίδιο κι εσύ, αν σε ρωτήσει.»
«Ο Σερ Έιμορυ Λορτς είναι νεκρός» είπε ορθά-κοφτά ο Τύριον.
«Ακριβώς. Ο Βάργκο Χόουτ έβαλε τον Σερ Έιμορυ να παλέψει με μια αρκούδα, που τον ξέσκισε, μετά την πτώση του Χάρρενχαλ. Αυτό θα είναι αρκετά αποτρόπαιο ώστε να κατευνάσει ακόμα και τον Όμπερυν Μαρτέλ.»
«Μπορεί να το αποκαλείς δικαιοσύνη εσύ αυτό ... »
«Είναι δικαιοσύνη. Αν θες να ξέρεις, ο Σερ Έιμορυ ήταν αυτός που μου έφερε το πτώμα του κοριτσιού. Τη βρήκε να κρύβεται κάτω από το κρεβάτι του πατέρα της, λες και πίστευε πως ο Ραίγκαρ μπορούσε ακόμα να την προστατεύσει. Η Πριγκίπισσα Έλια και το μωρό ήταν σε ένα παιδικό δωμάτιο στον κάτω όροφο.»
«Είναι μια ιστορία και ο Σερ Έιμορυ δεν είναι σε θέση να την αρνηθεί. Τι θα πεις στον Όμπερυν όταν ρωτήσει ποιος έδωσε τις διαταγές στον Λορτς;»
«'Οτι ο Σερ Έιμορυ ενήργησε μόνος του, ελπίζοντας να κερδίσει την εύνοια του νέου βασιλιά. Το μίσος του Ρόμπερτ για τον Ραίγκαρ δεν ήταν κρυφό.» (Βιβλίο 3β - Θύελλα από Ατσάλι- Ματωμένο Χρυσάφι)
« ... κυβερνούσε τα Επτά Βασίλεια, αλλά στο σπίτι τον κυβερνούσε η αρχόντισσα σύζυγός του, ή έτσι έλεγε πάντα η γιαγιά μου.» Ο Πρίγκιπας Όμπερυν σήκωσε ψηλά τα χέρια του, για να μπορέσουν ο Άρχοντας Ντέιγκος Μάνγουντυ και ο Μπάσταρδος του Γκόντσγκρεϊς να του φορέσουν έναν αλυσιδωτό θώρακα. «Στο Όλνταουν μάθαμε για το θάνατο της μητέρας σου και το τερατώδες παιδί που είχε γεννήσει. Μπορεί να γυρίζαμε πίσω, αλλά η μητέρα μου επέλεξε να συνεχίσουμε το ταξίδι. Σου είπα για την υποδοχή που μας έκαναν στο Κάστερλυ Ροκ. Αυτό που δε σου είπα είναι ότι η μητέρα μου περίμενε όσο ήταν πρέπον και μετά εξέθεσε το σκοπό μας στον πατέρα σου. Χρόνια αργότερα, στο νεκροκρέβατό της, μου είπε πως ο Άρχοντας Τάιγουιν μας αρνήθηκε κατηγορηματικά. Την πληροφόρησε πως η κόρη του προοριζόταν για τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ. Κι όταν ρώτησε για τον Τζέιμι, για να παντρευτεί την Έλια, εκείνος της πρόσφερε εσένα.»
«Την οποία προσφορά θεώρησε προσβολή.» (Βιβλίο 3β - Θύελλα από Ατσάλι- Ματωμένο Χρυσάφι)
Όταν ο πρίγκιπας άπλωσε το χέρι για το δράκο του, ο Τύριον ξερόβηξε.
«Δε θα το έκανα αυτό στη θέση σου. Είναι λάθος να εκθέτεις το δράκο σου νωρίς.» Χαμογέλασε αθώα. «Ο πατέρας σου ήξερε τους κινδύνους της υπερβολικής τόλμης.»
«Ήξερες τον αληθινό μου πατέρα;»
«Λοιπόν, τον είδα μια-δυο φορές, αλλά ήμουν μόνο δέκα χρονών όταν τον σκότωσε ο Ρόμπερτ και ο δικός μου πατέρας με έκρυβε κάτω από ένα βράχο. Όχι, δεν μπορώ να πω ότι ήξερα τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ. Όχι όπως τον ήξερε ο ψεύτικος πατέρας σου. Ο Άρχοντας Κόννινγκτον ήταν ο καλύτερος φίλος του πρίγκιπα, έτσι δεν είναι;»
Ο Νεαρός Γκριφ παραμέρισε μια τούφα μπλε μαλλιά από τα μάτια του. «Υπηρέτησαν μαζί ως ακόλουθοι στο Κινγκς Λάντινγκ.»
«Αληθινός φίλος ο Άρχοντας Κόννινγκτον. Πρέπει να είναι, για να παραμένει τόσο παράφορα πιστός στον εγγονό του βασιλιά που του πήρε τις γαίες και τους τίτλους και τον έστειλε στην εξορία. Ήταν κρίμα. Αλλιώς ο φίλος του Πρίγκιπα Ραίγκαρ θα ήταν ακόμα κοντά όταν ο πατέρας μου λεηλάτησε το Κινγκς Λάντινγκ, για να σώσει το μονάκριβο μικρό γιο του απ' το να του διαλύσουν το βασιλικό του κεφάλι σε έναν τοίχο.» (Βιβλίο 5α - Ο Χορός των Δράκων – Το Κάλεσμα της Φλόγας)
Κήβαν Λάννιστερ
Show Content
SpoilerΠοτέ δε θα βγάλει το λεκέ, όσο και να τρίβει. Ο Σερ Κήβαν θυμήθηκε το κορίτσι που ήταν κάποτε η Σέρσεϊ, τόσο γεμάτη ζωή και σκανταλιές. Και όταν είχε ανθίσει, ααα ... υπήρξε ποτέ πιο όμορφη κοπέλα; Αν ο Αίρυς είχε συμφωνήσει να την παντρέψει με τον Ραίγκαρ, πόσοι θάνατοι θα είχαν αποφευχθεί; Η Σέρσεϊ θα είχε χαρίσει στον πρίγκιπα τους γιους που ήθελε, λιοντάρια με μοβ μάτια και ασημένιες χαίτες ... και με τέτοια σύζυγο, ο Ραίγκαρ μπορεί να μην είχε ρίξει δεύτερη ματιά στη Λυάννα Σταρκ. Το βόρειο κορίτσι είχε μια άγρια ομορφιά, απ' ό, τι θυμόταν, αν και όσο δυνατά και να έκαιγε ένας δαυλός δεν μπορούσε να φτάσει ποτέ το φως του ανατέλλοντος ήλιου. (Βιβλίο 5β - Ο Χορός των Δράκων – Το Σπαθί στο Σκοτάδι)
Σάντορ Κλέγκεϊν
Show Content
Spoiler»Ο πατέρας μου είπε σε όλους πως πήραν φωτιά τα στρωσίδια μου κι ο μέιστέρ μας μου έδωσε λάδι ν' αλειφτώ. Λάδι! Αλλά κι ο Γκρέγκορ, το πήρε κι αυτός το λάδι του. Τέσσερα χρόνια αργότερα τον έχρισαν με τα επτά έλαια και έδωσε τους ιπποτικούς του όρκους και ο Ραίγκαρ Ταργκάρυεν τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και του είπε: "Σε χρίζω ιππότη, Σερ Γκρέγκορ."» (Παιχνίδι του Στέμματος)
Μπραν
Show Content
Spoiler«Ο Ρόμπερτ ήταν λογοδοσμένος μαζί της, όμως ο Πρίγκιπας Ραίγκαρ την απήγαγε και τη βίασε» εξήγησε ο Μπραν. «Ο Ρόμπερτ έκανε πόλεμο για να την πάρει πίσω. Σκότωσε τον Ραίγκαρ στην Τρίαινα με το πολεμικό σφυρί του, αλλά η Λυάννα πέθανε και έτσι δεν κατάφερε ποτέ να την αποκτήσει.» (Παιχνίδι του Στέμματος)
Κρέσσεν
Show Content
SpoilerΟ βασιλιάς, ο παλιός βασιλιάς Αίρυς Β' Ταργκάρυεν, που εκείνη την εποχή δεν είχε παραφρονήσει ακόμη εντελώς, είχε στείλει τον Στέφον να βρει νύφη για τον Πρίγκιπα Ραίγκαρ, που δεν είχε αδελφές να παντρευτεί. «Βρήκαμε τον καταπληκτικότερο γελωτοποιό» είχε γράψει στον Κρέσσεν δεκαπέντε μέρες πριν γυρίσει από τη μάταιη αποστολή του. «Είναι παιδί ακόμα, αλλά είναι σβέλτος σαν μαϊμού κι εύστροφος σαν δώδεκα αυλικούς μαζί. Κάνει κόλπα και μαγικά, λέει αινίγματα και τραγουδάει όμορφα σε τέσσερις γλώσσες. Τον εξαγοράσαμε κι ελπίζουμε να τον φέρουμε πίσω μαζί μας. Ο Ρόμπερτ θα ενθουσιαστεί μαζί του και ίσως κάποτε μπορέσει να μάθει και τον Στάννις να γελάει.» (Σύγκρουση Βασιλέων)
Μέιστερ Αίμον
Show Content
SpoilerΕκείνη τη νύχτα έφαγε κάθε μπουκιά που του έδωσε ο Σαμ. «Κανείς δεν έψαχνε για κορίτσι» είπε. «Πρίγκιπα μας είχε υποσχεθεί, όχι πριγκίπισσα. Πίστευα ότι ήταν ο Ραίγκαρ ... πως ο καπνός ήταν από τη φωτιά που κατάστρεψε το Σάμερχωλ τη μέρα της γέννησής του, το αλάτι από τα δάκρυα γι' αυτούς που πέθαναν. Πίστευε κι εκείνος το ίδιο όταν ήταν νέος, αλλά αργότερα πείστηκε ότι ήταν ο γιος του που εκπλήρωνε την προφητεία, γιατί ένας κομήτης είχε θεαθεί πάνω από το Κινγκς Λάντινγκ τη νύχτα που η σύζυγός του έμεινε έγκυος, και ήταν σίγουρος ότι το ματωμένο αστέρι έπρεπε να είναι κομήτης. Τι ανόητοι που ήμασταν, που πιστέψαμε τους εαυτούς μας σοφούς! Το λάθος ξεκίνησε από την ίδια τη μετάφραση ... (Βορά Ορνίων)